εὔποτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔποτος]], -ον)<br />αυτός που πίνεται εύκολα ή ευχάριστα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σκεύος]]) αυτός από τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να πίνει εύκολα<br /><b>2.</b> [[συνηθισμένος]] να πίνει, [[επιρρεπής]] στο [[πιοτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ποτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>ποτος</i>, <i>δύσ</i>-<i>ποτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔποτος]], -ον)<br />αυτός που πίνεται εύκολα ή ευχάριστα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σκεύος]]) αυτός από τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να πίνει εύκολα<br /><b>2.</b> [[συνηθισμένος]] να πίνει, [[επιρρεπής]] στο [[πιοτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ποτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>ποτος</i>, <i>δύσ</i>-<i>ποτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔποτος:''' -ον, [[καλός]] για [[πόση]], [[ευχάριστος]] στη [[γεύση]], εύγεστος, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔποτος Medium diacritics: εὔποτος Low diacritics: εύποτος Capitals: ΕΥΠΟΤΟΣ
Transliteration A: eúpotos Transliteration B: eupotos Transliteration C: eypotos Beta Code: eu)/potos

English (LSJ)

ον, (πίνω)

   A easy to drink, pleasant to the taste, ῥέος A.Pr.676, 812; ὕδωρ Ath.Med. ap. Orib.inc.23.15; of milk, A.Pers.611.    II good to drink from, ἐκπώματα Eratosth. ap. Ath.11.482b (Sup.).    III accustomed to drink, Aret.CA2.3.

German (Pape)

[Seite 1090] gut, angenehm zu trinken, trinkbar, γάλα, ῥέος, Aesch. Pers. 603 Prom. 812. – Bei Ath. XI, 482 a von einem Becher, aus dem sich gut trinken läßt, εὐποτώτατα ἐκπωμάτων.

Greek (Liddell-Scott)

εὔποτος: -ον, (πίνω) καλὸς πρὸς πόσιν, εὔγευστος ἐν τῇ πόσει, ἐπὶ κρηναίου ἢ ποταμίου ὕδατος, Αἰσχύλ. Πρ. 676, 812· ἐπὶ γάλακτος, Πέρσ. 611. II. ἐξ οὗ καλῶς δύναταί τις νὰ πίῃ, ἐκπώματα Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 482B.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bon à boire.
Étymologie: εὖ, πίνω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔποτος, -ον)
αυτός που πίνεται εύκολα ή ευχάριστα
αρχ.
1. (για σκεύος) αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να πίνει εύκολα
2. συνηθισμένος να πίνει, επιρρεπής στο πιοτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ποτός (< πίνω), πρβλ. ά-ποτος, δύσ-ποτος].

Greek Monotonic

εὔποτος: -ον, καλός για πόση, ευχάριστος στη γεύση, εύγεστος, σε Αισχύλ.