ᾗ: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(Autenrieth) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[where]] ([[whither]]), as; dat. fem. of the rel. pron., used as adv., Il. 12.389, Il. 15.46, Il. 9.310. | |auten=[[where]] ([[whither]]), as; dat. fem. of the rel. pron., used as adv., Il. 12.389, Il. 15.46, Il. 9.310. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ᾗ:''' δοτ. θηλ. ενικ. της αναφορ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i>, σε Όμηρ.· [[συχνά]] με επιρρημ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">I.</b> χρησιμοποιείται για [[τόπο]], σε όποιο [[μέρος]], όπου, συγγενές με το δεικτικό <i>τῇ</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> χρησιμοποιείται για τρόπο, όπως, ᾗ καὶ [[Λοξίας]] ἐφήμισεν, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γι' αυτό, εξαιτίας [[αυτού]], Λατ. [[quare]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> = καθ' [[ὅτι]], <i>ὡς</i>, Λατ. [[qua]], [[quatenus]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> συνδυαζόμενο με υπερθ.· ᾗ ἐδύνατο [[τάχιστα]], όσο [[γρήγορα]] μπορούσε, στον ίδ.· ᾗ ῥᾶστά τε καὶ [[ἥδιστα]], στον ίδ.<br /><b class="num">• ᾗ:</b> δοτ. θηλ. ενικ. της κτητ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅν</i>, [[δικός]] του, δική του, δικό του. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 30 December 2018
English (LSJ)
dat. sg. fem. of relat. Pron. ὅς, ἥ, ὅ, in adverb. sense, 1 of Place, which way, where, whither, relat. to τῇ, Il.13.53, 15.46; also in Trag. and Att., S.El.1435; τῇδε . . ᾗ A.Ch.308; ἐκείνῃ . . ᾗ Pl.Phd. 82d; Dor. ᾇ SIG56.28 (Argos, v B.C.). II of Manner, how, as, ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν A.Ch.558; ᾗ νομίζεται S.OC1603; ᾗ βούλονται Th.8.71, etc.:—not in Hom., unless we read ᾗ θέμις ἐστί for ἣ θέμις, v. θέμις. 2 wherefore, Th.1.25, 2.2,al. 3 in so far as, διαφέρειν τὰ ἑκούσια τῶν ἀκουσίων ᾗ ὁ μὲν . . τῷ δέ . . X.Mem.2.1.18, cf. Pl. Men.72b; ῥήτορες ᾗ ῥήτορες Phld.Rh.2.265S.; ᾗ ἄνθρωπος qua man, Arist.EN1096b2. III with Sup., ᾗ ἐδύνατο τάχιστα as quickly as he could, X.An.1.2.4, etc.; ᾗ δυνατὸν μάλιστα ib.1.3.15; ᾗ ἄριστον Id.Cyr.2.4.32, etc.; ᾗ ῥᾷστά τε καὶ ἥδιστα Id.Mem.2.1.9; ᾗ ἂν δύνωμαι τάχιστα Id.Cyr.7.1.9.
French (Bailly abrégé)
1adv.
1 avec idée de lieu par où : ᾗ ἔμελλον ὁ Ἕλληνες παριέναι XÉN par où les Grecs devaient s’avancer ; ᾗ ἕκαστος ἐτύγχανε τοῦ νάπους ὤν XÉN dans la partie du bois où chacun se trouvait;
2 avec idée de manière de la manière que, selon que, comme : ᾗ Λοξίας ἐφήμισεν ESCHL comme l’a prédit Loxias ; λουτροῖς τέ νιν ἐσθῆτί τ’ ἐξήσκησαν, ᾗ νομίζεται SOPH elles le baignèrent et le parèrent de vêtements, comme c’est l’usage ; ᾗ βούλονται THC à leur volonté ; ᾗ δυνατόν autant qu’il est possible ; ᾗ ἂν δύνωμαι τάχιστα XÉN le plus vite que je pourrai ; ᾗ δυνατὸν μάλιστα XÉN le plus possible ; ᾗ ἄριστον XÉN le mieux possible;
3 autant que : ᾗ ὁ μὲν ἑκὼν φάγοι XÉN autant qu’il voudrait bien manger.
Étymologie: dat. sg. fém. de ὅς.
2dat. sg. fém. de l’adj. possess. ὅς, p. ἑός;
3ᵉ sg. sbj. ao. Act. de ἵημι.
English (Autenrieth)
where (whither), as; dat. fem. of the rel. pron., used as adv., Il. 12.389, Il. 15.46, Il. 9.310.
Greek Monotonic
ᾗ: δοτ. θηλ. ενικ. της αναφορ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ, σε Όμηρ.· συχνά με επιρρημ. σημασία·
I. χρησιμοποιείται για τόπο, σε όποιο μέρος, όπου, συγγενές με το δεικτικό τῇ, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
II. 1. χρησιμοποιείται για τρόπο, όπως, ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.
2. γι' αυτό, εξαιτίας αυτού, Λατ. quare, στον ίδ.
3. = καθ' ὅτι, ὡς, Λατ. qua, quatenus, σε Ξεν.
III. συνδυαζόμενο με υπερθ.· ᾗ ἐδύνατο τάχιστα, όσο γρήγορα μπορούσε, στον ίδ.· ᾗ ῥᾶστά τε καὶ ἥδιστα, στον ίδ.
• ᾗ: δοτ. θηλ. ενικ. της κτητ. αντων. ὅς, ἥ, ὅν, δικός του, δική του, δικό του.