ἡμερολόγιον: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />calendrier.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἡμερολεγδόν]], [[ἡμερολογέω]]. | |btext=ου (τό) :<br />calendrier.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἡμερολεγδόν]], [[ἡμερολογέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡμερολόγιον:''' τό ([[λέγω]]), το [[βιβλίο]] στο οποίο αναγράφονται οι ημέρες, καταγράφεται η [[κάθε]] [[ημέρα]] ξεχωριστά, το [[ημερολόγιο]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 30 December 2018
English (LSJ)
τό,
A calendar, Plu. Caes.59 (v.l. -λογεῖον):—also ἡμερο-λογικά, τά, Ptol.Phas.p.11 H. II -λόγιον, τό,= μέρος τι τῶν περὶ τὴν κύστιν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1166] τό, Tageberechnung, Kalender, Plut. Caes. 59, v. l. ἡμερολογεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερολόγιον: τό, βιβλίον ἐν ᾧ ἀναγράφονται αἱ ἡμέραι, «καλανδάρι», Πλούτ. Καίσ. 59 (διάφ. γραφὴ -λογεῖον)· ὡσαύτως ἡμερο-λογικά, τά, Πτολεμ. ἐν Fabric. B. Gr. 2. 431.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
calendrier.
Étymologie: cf. ἡμερολεγδόν, ἡμερολογέω.
Greek Monotonic
ἡμερολόγιον: τό (λέγω), το βιβλίο στο οποίο αναγράφονται οι ημέρες, καταγράφεται η κάθε ημέρα ξεχωριστά, το ημερολόγιο, σε Πλούτ.