θρυλίσσω: Difference between revisions
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
(17) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θρυλίσσω]] (Α)<br />[[συντρίβω]], [[τσακίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[θρυλίσσω]] απαντά [[άπαξ]] μόνο στην ομηρική φρ. <i>θρυλίχθη δε [[μέτωπον]] (Ιλ. Ψ 396). Εικάζεται ότι πρόκειται για παράγωγο ενός αμάρτ. [[θρύλος]], το οποίο ανάγεται σε ΙE <i>dhrus</i>-<i>lo</i>- και συνδέεται με ουαλ. <i>dryll</i> «[[τεμάχιο]]». Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] προήλθαν και τα γοτθ. <i>driusan</i> «[[καταπίπτω]], θρυμματίζομαι», λεττ. <i>druska</i> «[[τεμάχιο]]». Επίσης έχει συνδεθεί η λ. με το [[θραύω]], ενώ η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>θρυλ</i>[[λ]]<i>εῖ</i><br /><i>ταράσσει</i>, <i>ὀχλεῖ</i> δεν [[είναι]] βέβαιο αν ανήκει στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ή αν πρόκειται για παράγωγο του [[θρύλος]], όπως το [[θρυλώ]], με [[άλλη]] σημ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θρύλιγμα]]. | |mltxt=[[θρυλίσσω]] (Α)<br />[[συντρίβω]], [[τσακίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[θρυλίσσω]] απαντά [[άπαξ]] μόνο στην ομηρική φρ. <i>θρυλίχθη δε [[μέτωπον]] (Ιλ. Ψ 396). Εικάζεται ότι πρόκειται για παράγωγο ενός αμάρτ. [[θρύλος]], το οποίο ανάγεται σε ΙE <i>dhrus</i>-<i>lo</i>- και συνδέεται με ουαλ. <i>dryll</i> «[[τεμάχιο]]». Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] προήλθαν και τα γοτθ. <i>driusan</i> «[[καταπίπτω]], θρυμματίζομαι», λεττ. <i>druska</i> «[[τεμάχιο]]». Επίσης έχει συνδεθεί η λ. με το [[θραύω]], ενώ η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>θρυλ</i>[[λ]]<i>εῖ</i><br /><i>ταράσσει</i>, <i>ὀχλεῖ</i> δεν [[είναι]] βέβαιο αν ανήκει στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ή αν πρόκειται για παράγωγο του [[θρύλος]], όπως το [[θρυλώ]], με [[άλλη]] σημ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θρύλιγμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θρῡλίσσω:''' (λαϊκιστή <i>θρυλλ-</i>), [[θραύω]], [[σπάζω]], [[συντρίβω]], [[κομματιάζω]]· Παθ., <i>θρυλίχθη δὲμέτωπον</i> (Επικ. αντί <i>ἐθρυλίχθη</i>), σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A crush, shiver, smash, θρυλίξας Lyc.487:—Pass., θρυλίχθη δὲ μέτωπον Il.23.396.
Greek (Liddell-Scott)
θρῡλίσσω: (κοινῶς θρυλλ-), θραύω, συντρίβω, θρυλίξας Λυκόφρ. 487. - Παθ., θρυλίχθη δὲ μέτωπον Ἰλ. Ψ. 396.
French (Bailly abrégé)
1 mettre en pièces, concasser, briser ; anéantir;
2 frissonner, grelotter.
Étymologie: DELG à rapprocher de θραύω.
Greek Monolingual
θρυλίσσω (Α)
συντρίβω, τσακίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θρυλίσσω απαντά άπαξ μόνο στην ομηρική φρ. θρυλίχθη δε μέτωπον (Ιλ. Ψ 396). Εικάζεται ότι πρόκειται για παράγωγο ενός αμάρτ. θρύλος, το οποίο ανάγεται σε ΙE dhrus-lo- και συνδέεται με ουαλ. dryll «τεμάχιο». Από την ίδια ρίζα προήλθαν και τα γοτθ. driusan «καταπίπτω, θρυμματίζομαι», λεττ. druska «τεμάχιο». Επίσης έχει συνδεθεί η λ. με το θραύω, ενώ η γλώσσα του Ησυχίου θρυλλεῖ
ταράσσει, ὀχλεῖ δεν είναι βέβαιο αν ανήκει στην ίδια ρίζα ή αν πρόκειται για παράγωγο του θρύλος, όπως το θρυλώ, με άλλη σημ.
ΠΑΡ. αρχ. θρύλιγμα.
Greek Monotonic
θρῡλίσσω: (λαϊκιστή θρυλλ-), θραύω, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω· Παθ., θρυλίχθη δὲμέτωπον (Επικ. αντί ἐθρυλίχθη), σε Ομήρ. Ιλ.