ἦρα: Difference between revisions
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
(4) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἦρα:''' ουδ. επίθ. πληθ.,<br /><b class="num">I.</b> δώρα που έγιναν δεκτά, προσφορές· [[ἦρα]] φέρειν, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν. = [[χάριν]], εξαιτίας, λόγω, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἦρα:''' ουδ. επίθ. πληθ.,<br /><b class="num">I.</b> δώρα που έγιναν δεκτά, προσφορές· [[ἦρα]] φέρειν, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν. = [[χάριν]], εξαιτίας, λόγω, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἦρᾰ:'''<b class="num">I.</b> αόρ. αʹ του [[αἴρω]]<br /><b class="num">II.</b> [[αλλά]] [[ἤρα]]', δηλ. <i>ἤραο</i>, Επικ. αντί [[ἤρω]], βʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ του [[αἴρω]]· ομοίως, <i>ἤρᾱ</i>, σε Βοιωτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 30 December 2018
English (LSJ)
(A), 1sg. aor. 1 of αἴρω:—but ἤρα', i.e. ἤραο, Ep. for ἤρω, 2sg. aor. 1 Med. of αἴρω, Od.24.33. II contr. fr. ἦ ἄρα in dialects other than Att., as Sapph.102, Alc.94, Alcm.61, Pi.P.9.37, B.5.165, Sophr.1 D., Hp.Prorrh.1.117,120,121 (ἆρα ibid.), Herod.4.21, 5.14, Call.Fr.1.51 P., cf. A.D.Conj.223.25.
(B), acc. sg.,= χάριν,
A service, gratification, θυμῷ ἦ. φέροντες Il. 14.132; μητρὶ φίλῃ ἐπὶ ἦ. φέρων 1.572, cf.578; ἐπ' Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι ἦ. φέροντες Od.3.164; λαοί . . ἐφ' ἡμῖν ἦ. φέρουσιν 16.375; ἐπ' Ἴρῳ ἦ. φέρων 18.56; ἦ. κομίζειν Orph.L.761. II later c. gen., = χάριν, for the sake of, on account of, for, ἦ. πάλας B.10.21; ἦ. φιλοξενίης Call.Fr.41, cf. Dosiad.Ara18; τίνος ἦ.; wherefore? APl.4.299. (Hdn.Gr.1.398 rightly makes it acc. of a Subst. ἤρ; Aristarch. took ἐπίηρα as one word, Sch.Il.1.572, Apollon.Lex., but there is no ἐπί in Il.14.132, and ἐπίηρα (q.v.) in later poets proves nothing for Hom.: —prob. (ϝ (ῆρα, perh.cogn. with ONorse váé 'snug', 'comfortable', OHG. alawâri 'friendly' (Germ. albern), Goth. unwērjan ( = ἀγανακτεῖν), Gr. ἐρίηρος, βρίηρον.)
German (Pape)
[Seite 1175] bei Hom. ἦρα φέρειν τινί u. ἐπί τινι, Il. 14, 132 Od. 3, 164. 16, 375. 18, 56, Einem etwas Angenehmes, Willkommnes, Erwünschtes darbringen, Einem zu Gefallen handeln, ihm einen Dienst erzeigen, beistehen, also wohl mit ἀρέσκω, ἄρμενος, ἐπιήρανος zusammenhangend und vom Stamm ἄρω abzuleiten. Vgl. ἐπίηρα u. s. Buttmann Lexil. 1 S. 38 Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 111. Einzeln auch bei sp. D., Ap. Rh. 4, 81 Qu. Sm. 9, 29; καί μοι – ἦρα κομίζεις Orph. Lith. 755. Da es dem Sinne nach dem gew. χαρίζεσθαι, χάριν φέρειν entspricht, brauchten Sp. auch ἦρα wie χάριν c. gen., wegen, τῖον δέ ἑ πάντες ὁδῖται ἦρα φιλοξενίης, zum Entgelt für, wegen seiner Gastfreundlichkeit, Callim. frg. 41; τίνος ἦρα; Ep. ad. 488 (Plan. 299); ἦρ' ἀρδίων Dosiad. ara (XV, 26).
Greek (Liddell-Scott)
ἦρα: ἐπίρρ. = ἆρα, Βακχυλ. 5. 165.
French (Bailly abrégé)
1ao. de αἴρω.
2acc. d’un subst. inus.
satisfaction, plaisir ; ἦρα φέρειν τινί IL ou ἐπί τινι IL obliger qqn, l’aider, le secourir.
Étymologie: acc. de ἤρ, ἠρός, service ? ; orig. inconnue.
English (Autenrieth)
(ϝῆρα): only with φέρειν, favor, gratify, humor, θῦμῷ, ‘the impulse,’ Il. 14.132; also w. ἐπί, μητρὶ φίλῃ ἐπὶ ϝῆρα φέρων, Il. 1.572, 578.
English (Slater)
ἦρα (= ἆρα, cf. ἦ b. α.: ἄρα codd.: ἆρα Mosch, Boeckh: ἦρα Schr.) equivalent in sense to ἄρα, occupying second position.
a marking summarization of previous thought. ὣς ἦρα θεὸς σάφα εἴπαις λτ;γτ;άνθον ἤπειγεν (O. 8.46) ὣς ἦρα εἰπὼν (I. 6.55) ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (I. 8.59)
b introducing expansion of previous thought: viz. συνέπαξε λόγον, ὡς ἦρα νυμφείας ἐπείρα κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου εὐνᾶς (N. 5.30)
&nbnbsp;c δ' ἦρα, marking realization of previous thought. (An oracle had prophesied that Jason would come.) ὁ δ' ἦρα χρόνῳ ἵκετ (P. 4.78)
Greek Monotonic
ἦρα: ουδ. επίθ. πληθ.,
I. δώρα που έγιναν δεκτά, προσφορές· ἦρα φέρειν, σε Όμηρ.
II. με γεν. = χάριν, εξαιτίας, λόγω, σε Ανθ.
Greek Monotonic
ἦρᾰ:I. αόρ. αʹ του αἴρω
II. αλλά ἤρα', δηλ. ἤραο, Επικ. αντί ἤρω, βʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ του αἴρω· ομοίως, ἤρᾱ, σε Βοιωτ.