ἴτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἴτης]], ὁ (Α)<br />[[ιταμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ιταμός]]].
|mltxt=[[ἴτης]], ὁ (Α)<br />[[ιταμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ιταμός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἴτης:''' -ου, ὁ, = [[ἰταμός]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴτης Medium diacritics: ἴτης Low diacritics: ίτης Capitals: ΙΤΗΣ
Transliteration A: ítēs Transliteration B: itēs Transliteration C: itis Beta Code: i)/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = ἰταμός, Ar.Nu.445, Pl.Smp.203d; ἴτας γε ἐφ' ἃ οἱ πολλοὶ φοβοῦνται ἰέναι Id.Prt.349e, cf. 359c; ἴ. καὶ πολυπράγμων D.C.55.18.

German (Pape)

[Seite 1274] ὁ (εἶμι, vgl. ἰταμός), der dreist, keck auf Etwas losgeht, auch tadelnd, frech, unverschämt, Ar. Nubb. 445, neben θρασύς, τολμηρός, Schol. ἀναιδής. Bei Plat. neben ἀνδρεῖος καὶ σύντονος, Conv. 203 d, vgl. Prot. 349 e; Sp., D. Cass. 55, 18 ἴτης καὶ πολυπράγμων.

Greek (Liddell-Scott)

ἴτης: -ου, ὁ, = ἰταμός, θρασύς, τολμηρός, ῥιψοκίνδυνος, Ἀριστοφ. Νεφ. 445, Πλάτ. Συμπ. 203D· καὶ ἴτας γε ἐφ’ ἃ οἱ πολλοὶ φοβοῦνται ἰέναι ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 349Ε, πρβλ. 349C.

French (Bailly abrégé)

ου;
qui marche en avant ; résolu, brave.
Étymologie: εἶμι.

Greek Monolingual

ἴτης, ὁ (Α)
ιταμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιταμός].

Greek Monotonic

ἴτης: -ου, ὁ, = ἰταμός, σε Αριστοφ., Πλάτ.