καρποφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρποφύλαξ]], -κος, ὁ (Α)<br />ο [[φύλακας]] τών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[φύλαξ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φύλάξ</i> <span style="color: red;"><</span> [[φυλάσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρχειο</i>-[[φύλαξ]], <i>θησαυρο</i>-[[φύλαξ]].
|mltxt=[[καρποφύλαξ]], -κος, ὁ (Α)<br />ο [[φύλακας]] τών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[φύλαξ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φύλάξ</i> <span style="color: red;"><</span> [[φυλάσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρχειο</i>-[[φύλαξ]], <i>θησαυρο</i>-[[φύλαξ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καρποφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που προσέχει, φυλάει τους καρπούς, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρποφύλαξ Medium diacritics: καρποφύλαξ Low diacritics: καρποφύλαξ Capitals: ΚΑΡΠΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: karpophýlax Transliteration B: karpophylax Transliteration C: karpofylaks Beta Code: karpofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A watcher of fruit, AP6.22 (Zonas).

German (Pape)

[Seite 1329] ακος, ὁ, Fruchtwächter, Zon. 3 (VI, 22).

Greek (Liddell-Scott)

καρποφύλαξ: ῠ, -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τοὺς καρπούς, Ἀνθ. Π. 6. 22.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
qui garde les fruits, qui veille sur les fruits.
Étymologie: καρπός, φύλαξ.

Greek Monolingual

καρποφύλαξ, -κος, ὁ (Α)
ο φύλακας τών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -φύλαξ (< φύλάξ < φυλάσσω), πρβλ. αρχειο-φύλαξ, θησαυρο-φύλαξ.

Greek Monotonic

καρποφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που προσέχει, φυλάει τους καρπούς, σε Ανθ.