κάπνισμα: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κάπνισμα]]) [[καπνίζω]]<br /><b>1.</b> η [[εκπομπή]] καπνού από καιόμενη ύλη [[προς]] κάποιον ή [[προς]] [[κάτι]] («ποῡ τὰ μύρα καὶ τὰ [[μάταια]] καπνίσματα», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> ο εξαγόμενος [[καπνός]] («το [[κάπνισμα]] της σόμπας μαύρισε τον τοίχο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[εισπνοή]] και [[εκπνοή]] τών καπνών καύσιμου φυτικού υλικού και ειδικά φύλλων του φυτού [[καπνός]] τα οποία [[είναι]] παρασκευασμένα υπό [[μορφή]] τσιγάρων, πούρων ή τοποθετούνται σε [[πίπα]] και η [[συναφής]] έξη («απαγορεύεται το [[κάπνισμα]] σε κλειστούς χώρους»)<br /><b>2.</b> η [[συντήρηση]] τροφίμων με καπνό ύστερα από ειδική [[κατεργασία]]<br /><b>3.</b> η [[καταπολέμηση]] τών ασθενειών τών [[φυτών]] με [[αέρια]] καπνού<br /><b>4.</b> η [[εμφύσηση]] καπνού στην [[κυψέλη]] τών [[μελισσών]] με σκοπό να γίνουν ακίνδυνες [[κατά]] την [[εξαγωγή]] της κηρήθρας<br /><b>5.</b> [[μέθοδος]] που εφαρμόζεται από κυνηγούς για εξαναγκασμό εξόδου τών θηραμάτων από τις φωλιές τους με την [[εμφύσηση]] καπνού σ' αυτές<br /><b>6.</b> λαϊκό μαγικό [[μέσο]] για την [[απομάκρυνση]] κακοποιών πνευμάτων<br /><b>μσν.</b><br />το θυμιάτισμα.
|mltxt=το (AM [[κάπνισμα]]) [[καπνίζω]]<br /><b>1.</b> η [[εκπομπή]] καπνού από καιόμενη ύλη [[προς]] κάποιον ή [[προς]] [[κάτι]] («ποῡ τὰ μύρα καὶ τὰ [[μάταια]] καπνίσματα», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> ο εξαγόμενος [[καπνός]] («το [[κάπνισμα]] της σόμπας μαύρισε τον τοίχο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[εισπνοή]] και [[εκπνοή]] τών καπνών καύσιμου φυτικού υλικού και ειδικά φύλλων του φυτού [[καπνός]] τα οποία [[είναι]] παρασκευασμένα υπό [[μορφή]] τσιγάρων, πούρων ή τοποθετούνται σε [[πίπα]] και η [[συναφής]] έξη («απαγορεύεται το [[κάπνισμα]] σε κλειστούς χώρους»)<br /><b>2.</b> η [[συντήρηση]] τροφίμων με καπνό ύστερα από ειδική [[κατεργασία]]<br /><b>3.</b> η [[καταπολέμηση]] τών ασθενειών τών [[φυτών]] με [[αέρια]] καπνού<br /><b>4.</b> η [[εμφύσηση]] καπνού στην [[κυψέλη]] τών [[μελισσών]] με σκοπό να γίνουν ακίνδυνες [[κατά]] την [[εξαγωγή]] της κηρήθρας<br /><b>5.</b> [[μέθοδος]] που εφαρμόζεται από κυνηγούς για εξαναγκασμό εξόδου τών θηραμάτων από τις φωλιές τους με την [[εμφύσηση]] καπνού σ' αυτές<br /><b>6.</b> λαϊκό μαγικό [[μέσο]] για την [[απομάκρυνση]] κακοποιών πνευμάτων<br /><b>μσν.</b><br />το θυμιάτισμα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάπνισμα:''' -ατος, τό, [[θυμίαμα]], [[λιβάνι]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπνισμα Medium diacritics: κάπνισμα Low diacritics: κάπνισμα Capitals: ΚΑΠΝΙΣΜΑ
Transliteration A: kápnisma Transliteration B: kapnisma Transliteration C: kapnisma Beta Code: ka/pnisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A offering of smoke, i.e. incense, AP9.174.5 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 1323] ἡ, das Geräucherte, Räucherwerk, Pallad. 46 (IX, 174) u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κάπνισμα: τό, τὸ καπνίζειν διὰ θυμιάματος, θυμίαμα, Ἐπιφάν. ΙΙ. 320Α., Παλλαδᾶς 46, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασ. Τάξ. 468, 15· - καπνός, Εὐστ. Πονημάτ. 235. 64.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
encens.
Étymologie: καπνίζω.

Greek Monolingual

το (AM κάπνισμα) καπνίζω
1. η εκπομπή καπνού από καιόμενη ύλη προς κάποιον ή προς κάτι («ποῡ τὰ μύρα καὶ τὰ μάταια καπνίσματα», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. ο εξαγόμενος καπνός («το κάπνισμα της σόμπας μαύρισε τον τοίχο»)
νεοελλ.
1. η εισπνοή και εκπνοή τών καπνών καύσιμου φυτικού υλικού και ειδικά φύλλων του φυτού καπνός τα οποία είναι παρασκευασμένα υπό μορφή τσιγάρων, πούρων ή τοποθετούνται σε πίπα και η συναφής έξη («απαγορεύεται το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους»)
2. η συντήρηση τροφίμων με καπνό ύστερα από ειδική κατεργασία
3. η καταπολέμηση τών ασθενειών τών φυτών με αέρια καπνού
4. η εμφύσηση καπνού στην κυψέλη τών μελισσών με σκοπό να γίνουν ακίνδυνες κατά την εξαγωγή της κηρήθρας
5. μέθοδος που εφαρμόζεται από κυνηγούς για εξαναγκασμό εξόδου τών θηραμάτων από τις φωλιές τους με την εμφύσηση καπνού σ' αυτές
6. λαϊκό μαγικό μέσο για την απομάκρυνση κακοποιών πνευμάτων
μσν.
το θυμιάτισμα.

Greek Monotonic

κάπνισμα: -ατος, τό, θυμίαμα, λιβάνι, σε Ανθ.