καταδυναστεύω: Difference between revisions
ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering
(19) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[καταδυναστεύω]])<br />[[καταπιέζω]] κάποιον, [[ασκώ]] αυθαίρετη, δεσποτική [[εξουσία]] ή [[επιρροή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>καταδυναστεύομαι</i><br />κυβερνώμαι<br /><b>2.</b> (για στασιαστές) έχω υπό την [[εξουσία]] μου. | |mltxt=(AM [[καταδυναστεύω]])<br />[[καταπιέζω]] κάποιον, [[ασκώ]] αυθαίρετη, δεσποτική [[εξουσία]] ή [[επιρροή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>καταδυναστεύομαι</i><br />κυβερνώμαι<br /><b>2.</b> (για στασιαστές) έχω υπό την [[εξουσία]] μου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταδῠναστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καταπιέζω]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:42, 30 December 2018
English (LSJ)
A oppress, τινα LXXEx.1.13,al.; τοὺς πτωχοὺς ἀπὸ τῆς γῆς ib.Am.8.4: metaph., δέδοικα μὴ πλοῦτός με -εύσῃ X.Smp.5.8; τινος D.S.13.73, Ep.Jac.2.6: abs., Str.16.1.26, Ph.1.421, Plu.2.367d:—Pass., to be oppressed, PPetr.3p.74 (iii B.C.), LXXNe.5.5, D.S.37.8; ὑπό τινος Str.6.2.4; ὑπὸ τοῦ διαβόλου Act.Ap.10.38; ταῦτα -εύετο ἕκαστα these districts were under their several rulers, Str.7.7.8. 2 get control, abs., of mutineers, Ps.-Ptol. Centil.56.
German (Pape)
[Seite 1347] seine Gewalt gegen Einen brauchen, ihn unterdrücken, bezwingen, in seine Gewalt bekommen; καταδυναστεῦον ἢ καταβιαζόμενον Plut. de Is. et Osir. 41; oft LXX. u. a. Sp., τῶν πολιτῶν D. Sic. 13, 73; pass., ἐλευθεροῦν τοὺς ὑπὸ τῶν βαρβάρων καταδυναστευομένους Strab. VI, 270; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
καταδῠναστεύω: ἐξασκῶ δυναστείαν ἐπί τινος, καταθλίβω, τινὰ Ξεν. Συμπ. 5,8, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Α´, 13, κ. ἀλλ.)· τινὸς Διόδ. 13. 73, ἴδε Σουΐδ.· ἀπολ., Στράβ. 747, Πλούτ. 2. 367D.―Παθ., καταπιέζομαι, ὑπό τινος Στράβ. 270, Διοδ. Ἐκλογ. 611. 84, Ἑβδ. Νεεμ. Ε´, 5), Παλ. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
opprimer, tyranniser, acc. ou gén..
Étymologie: κατά, δυναστεύω.
English (Strong)
from κατά and a derivative of δυνάστης; to exercise dominion against, i.e. oppress: oppress.
English (Thayer)
(κατάθεμα) καταθεματος, τό, equivalent to κατανάθεμα(which see), of which it seems to be a vulgar corruption by syncope (cf. Koumanoudes, συναγωγή λέξεων ἀθησαυρων κτλ., under the word κατας); a curse; by metonymy, worthy of execration, an accursed thing: κατανάθεμα; cf. Justin Martyr, quaest. et resp. 121, at the end; ' Teaching' 16,5 [ET]). Not found in secular authors.
Greek Monolingual
(AM καταδυναστεύω)
καταπιέζω κάποιον, ασκώ αυθαίρετη, δεσποτική εξουσία ή επιρροή
αρχ.
1. παθ. καταδυναστεύομαι
κυβερνώμαι
2. (για στασιαστές) έχω υπό την εξουσία μου.
Greek Monotonic
καταδῠναστεύω: μέλ. -σω, καταπιέζω, σε Ξεν.