κεράμινος: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[κεράμινος]], -ίνη, -ον) [[κέραμος]]<br />κατασκευασμένος από [[κεραμιδόχωμα]], [[πήλινος]] («εἰς πίθους κεραμίνους τήξας καταχέει», <b>Ηρόδ.</b>). | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[κεράμινος]], -ίνη, -ον) [[κέραμος]]<br />κατασκευασμένος από [[κεραμιδόχωμα]], [[πήλινος]] («εἰς πίθους κεραμίνους τήξας καταχέει», <b>Ηρόδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κεράμῐνος:''' -η, -ον = [[κεραμεοῦς]], σε Ηρόδ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A = κεραμεοῦς, Hdt.3.96, 4.70, Anaxil.5, PFlor.388.98 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1420] irden, vom Töpfer gemacht; κύλιξ Her. 4, 70, πίθος 3, 96; B. A. 102, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κεράμῐνος: -η, -ον, = κεραμεοῦς, Ἡρόδ. 3, 96., 4. 70, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 7.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
c. κεράμειος.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ κεράμινος, -ίνη, -ον) κέραμος
κατασκευασμένος από κεραμιδόχωμα, πήλινος («εἰς πίθους κεραμίνους τήξας καταχέει», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
κεράμῐνος: -η, -ον = κεραμεοῦς, σε Ηρόδ., Ξεν.