κελάδημα: Difference between revisions
From LSJ
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κελάηδημα]] και κελάιδισμα και κελάδισμα και κελάηδισμα και κελαηδητό, το (Α [[κελάδημα]]) [[κελαδώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[τραγούδι]] τών πουλιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[ήχος]], [[θόρυβος]] [[ορμητικός]] («ποταμῶν ζαθέων κελαδήματα», <b>Αριστοφ.</b>). | |mltxt=και [[κελάηδημα]] και κελάιδισμα και κελάδισμα και κελάηδισμα και κελαηδητό, το (Α [[κελάδημα]]) [[κελαδώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[τραγούδι]] τών πουλιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[ήχος]], [[θόρυβος]] [[ορμητικός]] («ποταμῶν ζαθέων κελαδήματα», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κελάδημα:''' -ατος, τό, [[ορμητικός]] [[ήχος]], σε Ευρ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A rushing sound, Ζεφύρου E.Ph.213 (lyr.); ποταμῶν Ar.Nu.283 (anap.); later, of any loud sound, κ. σάλπιγγος AP6.350 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 1413] τό, das Geräusch, das Brausen; des Windes, Eur. Phoen. 221; ποταμῶν Ar. Nubb. 283.
Greek (Liddell-Scott)
κελάδημα: τό, ἦχος ὁρμητικός, Ζεφύρου, Εὐρ. Φοίν. 213· ποταμῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 283.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
bruit retentissant.
Étymologie: κελαδέω.
Greek Monolingual
και κελάηδημα και κελάιδισμα και κελάδισμα και κελάηδισμα και κελαηδητό, το (Α κελάδημα) κελαδώ
νεοελλ.
το τραγούδι τών πουλιών
αρχ.
ήχος, θόρυβος ορμητικός («ποταμῶν ζαθέων κελαδήματα», Αριστοφ.).