κεραύνειος: Difference between revisions

From LSJ

Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=κεράνειος, -ον (Α) [[κεραυνός]]<br />αυτός που εξακοντίζει τον κεραυνό.
|mltxt=κεράνειος, -ον (Α) [[κεραυνός]]<br />αυτός που εξακοντίζει τον κεραυνό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεραύνειος:''' -ον ([[κεραυνός]]), αυτός που διαφεντεύει τον κεραυνό, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραύνειος Medium diacritics: κεραύνειος Low diacritics: κεραύνειος Capitals: ΚΕΡΑΥΝΕΙΟΣ
Transliteration A: keraúneios Transliteration B: kerauneios Transliteration C: kerayneios Beta Code: kerau/neios

English (LSJ)

ον,

   A wielding the thunder, Ζεύς AP7.49 (Bianor).

German (Pape)

[Seite 1422] Ζεύς, der den Donnerkeil schleudert, Bian. 13 (VII, 49).

Greek (Liddell-Scott)

κεραύνειος: -ον, ὁ τὸν κεραυνὸν χειριζόμενος, Ζεὺς Ἀνθολογ. Π. 7. 49.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance la foudre (ép. de Zeus).
Étymologie: κεραυνός.

Greek Monolingual

κεράνειος, -ον (Α) κεραυνός
αυτός που εξακοντίζει τον κεραυνό.

Greek Monotonic

κεραύνειος: -ον (κεραυνός), αυτός που διαφεντεύει τον κεραυνό, σε Ανθ.