κλεπτίστατος: Difference between revisions
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλεπτίστατος]], -άτη, -ον (Α)<br />(υπερθ. του [[κλέπτης]]) θρασύτατος και πολύ [[επιτήδειος]] [[κλέφτης]], [[κλέφταρος]], [[κλεφταράς]] («τῶν ἐμῶν γὰρ οἰκετῶν πιστότατον ἡγοῦμαί σε καὶ κλεπτίστατον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμικός [[υπερθετικός]] [[βαθμός]] του ουσιαστικού [[κλέπτης]], γλωσσοπλασία του Αριστοφάνη. Κατά το [[κλεπτίστατος]] πλάστηκε μεταγενέστερα και [[συγκριτικός]] [[βαθμός]] [[κλεπτίστερος]]]. | |mltxt=[[κλεπτίστατος]], -άτη, -ον (Α)<br />(υπερθ. του [[κλέπτης]]) θρασύτατος και πολύ [[επιτήδειος]] [[κλέφτης]], [[κλέφταρος]], [[κλεφταράς]] («τῶν ἐμῶν γὰρ οἰκετῶν πιστότατον ἡγοῦμαί σε καὶ κλεπτίστατον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμικός [[υπερθετικός]] [[βαθμός]] του ουσιαστικού [[κλέπτης]], γλωσσοπλασία του Αριστοφάνη. Κατά το [[κλεπτίστατος]] πλάστηκε μεταγενέστερα και [[συγκριτικός]] [[βαθμός]] [[κλεπτίστερος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κλεπτίστατος:''' -η, -ον, υπερθ. επίθ. από το [[κλέπτης]], ο [[πλέον]] [[διαβόητος]] [[κλέφτης]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
η, ον, Att. Sup.formed from κλέπτης,
A the most arrant thief, Ar.Pl.27, Alciphr.3.20, Procop.Arc.21; κ. θεός S.E.P.3.215; κ. χεῖρες Adam. 2.20: also Comp. -ίστερος, α, ον, Suid. s.v. Νεοκλείδου.
German (Pape)
[Seite 1449] superl. wie von κλέπτης, der Diebischeste; Ar. Plut. 27; Eupolis bei Poll. 8, 34 (s. das Vor.); Ἑρμῆς S. Emp. pyrrh. 3, 215; χεῖρες Arist. physiogn. 2, 15.
Greek (Liddell-Scott)
κλεπτίστατος: -η, -ον, Ἀττ. ὑπερθ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ κλέπτης, ὁ τολμηρότατος καὶ ἐπιτηδειότατος κλέπτης, Ἀριστοφ. Πλ. 27, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 114, ἂν καὶ ἐν τῷ δευτέρῳ παραδείγματι παρὰ Πολυδ. Θ΄, 34, καλόν τι ἀντίγραφον ἔχει κλεπτίσκος, (ὑποκορ. τοῦ κλέπτης), Ἀλκίφρων 3. 20· ― συγκρ. -ίστερος, α, ον, Σουΐδ. ἐν λέξ. Νεοκλείδου.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
infâme voleur.
Étymologie: Sp. formé de κλέπτης.
Greek Monolingual
κλεπτίστατος, -άτη, -ον (Α)
(υπερθ. του κλέπτης) θρασύτατος και πολύ επιτήδειος κλέφτης, κλέφταρος, κλεφταράς («τῶν ἐμῶν γὰρ οἰκετῶν πιστότατον ἡγοῦμαί σε καὶ κλεπτίστατον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικός υπερθετικός βαθμός του ουσιαστικού κλέπτης, γλωσσοπλασία του Αριστοφάνη. Κατά το κλεπτίστατος πλάστηκε μεταγενέστερα και συγκριτικός βαθμός κλεπτίστερος].
Greek Monotonic
κλεπτίστατος: -η, -ον, υπερθ. επίθ. από το κλέπτης, ο πλέον διαβόητος κλέφτης, σε Αριστοφ.