καυτηριάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[καυτηριάζω]]) [[καυτήρας]]<br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[καίω]] με τον καυτήρα ή με πυρακτωμένο [[σίδερο]] πάσχοντες ιστούς του σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς, [[ενεργώ]] ιατρική [[καυτηρίαση]]<br /><b>2.</b> [[σχηματίζω]] με πυρακτωμένο [[σίδερο]] ένα [[σημάδι]] [[πάνω]] στο [[σώμα]] ζώου ή και ανθρώπου, [[στιγματίζω]], [[σημαδεύω]] για [[διάκριση]] από άλλα ομοειδή όντα («καυτηριᾱσαί τε τὰς ἵππους λύκον, καὶ κληθῆναι λυκοφόρους», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επικρίνω]] με [[δριμύτητα]], [[κατακρίνω]] σφοδρά, [[στηλιτεύω]], [[στιγματίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>καυτηριάζομαι</i><br /><b>μτφ.</b> βασανίζομαι, [[είμαι]] [[άρρωστος]] («κεκαυτηριασμένην τὴν ἰδίαν συνείδησιν» — με βασανισμένη [[συνείδηση]], έχοντας τη [[συνείδηση]] ασθενή, ΚΔ).
|mltxt=(ΑΜ [[καυτηριάζω]]) [[καυτήρας]]<br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[καίω]] με τον καυτήρα ή με πυρακτωμένο [[σίδερο]] πάσχοντες ιστούς του σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς, [[ενεργώ]] ιατρική [[καυτηρίαση]]<br /><b>2.</b> [[σχηματίζω]] με πυρακτωμένο [[σίδερο]] ένα [[σημάδι]] [[πάνω]] στο [[σώμα]] ζώου ή και ανθρώπου, [[στιγματίζω]], [[σημαδεύω]] για [[διάκριση]] από άλλα ομοειδή όντα («καυτηριᾱσαί τε τὰς ἵππους λύκον, καὶ κληθῆναι λυκοφόρους», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επικρίνω]] με [[δριμύτητα]], [[κατακρίνω]] σφοδρά, [[στηλιτεύω]], [[στιγματίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>καυτηριάζομαι</i><br /><b>μτφ.</b> βασανίζομαι, [[είμαι]] [[άρρωστος]] («κεκαυτηριασμένην τὴν ἰδίαν συνείδησιν» — με βασανισμένη [[συνείδηση]], έχοντας τη [[συνείδηση]] ασθενή, ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''καυτηριάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[καυτηριάζω]], [[καίω]]· μεταφ., στην Παθ., σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυτηριάζω Medium diacritics: καυτηριάζω Low diacritics: καυτηριάζω Capitals: ΚΑΥΤΗΡΙΑΖΩ
Transliteration A: kautēriázō Transliteration B: kautēriazō Transliteration C: kaftiriazo Beta Code: kauthria/zw

English (LSJ)

   A brand, Str.5.1.9:—Pass., Hippiatr.1: metaph., κεκαυτηριασμένοι τὴν ἰδίαν συνείδησιν 1 Ep.Ti.4.2.

German (Pape)

[Seite 1408] mit glühendem Eisen brennen, z. B. Pferde, um sie zu zeichnen, Strab. V, 1, 9, v. l. καυστ. Dah. κεκαυτηριασμένοι τὴν ἰδίαν συνείδησιν, im eigenen Gewissen gebrandmarkt, I. Timoth. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

καυτηριάζω: μέλλ. -άσω, καίω διὰ καυτηρίου, Στράβ. 215 (ἔνθ’ ἄλλοτε κακῶς καταστ-)· μεταφορ. ἐν τῷ παθητ., κεκαυτηριασμένοι τὴν συνείδησιν Α΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 2, «βεβασανισμένην, μὴ ἔχοντες τὴν συνείδησιν ὑγιῆ» Ἡσύχ.· διὰ τοῦ καυτῆρος ἐγκαίω, στιγματίζω, καυτηριάσαι τὰς ἵππους λύκον Στράβ. 5. 215·- ῥηματ. ἐπίθετ., καυτηριαστέον, Θεοφάν. Νόνν. 2. σ. 338.

French (Bailly abrégé)

brûler avec un fer rouge, cautériser ; marquer au fer rouge.
Étymologie: καυτήρ.

English (Strong)

from a derivative of καίω; to brand ("cauterize"), i.e. (by implication) to render unsensitive (figuratively): sear with a hot iron.

Greek Monolingual

(ΑΜ καυτηριάζω) καυτήρας
1. ιατρ. καίω με τον καυτήρα ή με πυρακτωμένο σίδερο πάσχοντες ιστούς του σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς, ενεργώ ιατρική καυτηρίαση
2. σχηματίζω με πυρακτωμένο σίδερο ένα σημάδι πάνω στο σώμα ζώου ή και ανθρώπου, στιγματίζω, σημαδεύω για διάκριση από άλλα ομοειδή όντα («καυτηριᾱσαί τε τὰς ἵππους λύκον, καὶ κληθῆναι λυκοφόρους», Στράβ.)
νεοελλ.
μτφ. επικρίνω με δριμύτητα, κατακρίνω σφοδρά, στηλιτεύω, στιγματίζω
αρχ.
παθ. καυτηριάζομαι
μτφ. βασανίζομαι, είμαι άρρωστος («κεκαυτηριασμένην τὴν ἰδίαν συνείδησιν» — με βασανισμένη συνείδηση, έχοντας τη συνείδηση ασθενή, ΚΔ).

Greek Monotonic

καυτηριάζω: μέλ. -άσω, καυτηριάζω, καίω· μεταφ., στην Παθ., σε Καινή Διαθήκη