κρέξ: Difference between revisions
τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain
(21) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρέξ]], -εκός, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αλαζόνας]]<br /><b>2.</b> [[τρίχα]] («πορφυρέην ἤμησε κρέκα», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>3.</b> μεταναστευτικό νυκτόβιο σαρκοφάγο [[πτηνό]] που μοιάζει με το [[ορτύκι]] («τούτους δ' ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῑς ῥύγχεσιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>φρ.</b> «[[δυσάρπαγος]] [[κρέξ]]» — ως [[χαρακτηρισμός]] της Ελένης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε [[ονοματοποιία]] και συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>krkara</i>- «[[είδος]] πέρδικας», μέσ. ιρλδ. <i>cercc</i> «[[κότα]]», αρχ. πρωσ. <i>kerko</i> «άγρια [[πάπια]]» και ρωσ. <i>krečet</i> «[[γεράκι]]» και ίσως με [[κερκάς]], [[κερκιθαλίς]], [[κέρκος]] «[[ουρά]]»]. | |mltxt=[[κρέξ]], -εκός, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αλαζόνας]]<br /><b>2.</b> [[τρίχα]] («πορφυρέην ἤμησε κρέκα», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>3.</b> μεταναστευτικό νυκτόβιο σαρκοφάγο [[πτηνό]] που μοιάζει με το [[ορτύκι]] («τούτους δ' ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῑς ῥύγχεσιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>φρ.</b> «[[δυσάρπαγος]] [[κρέξ]]» — ως [[χαρακτηρισμός]] της Ελένης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε [[ονοματοποιία]] και συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>krkara</i>- «[[είδος]] πέρδικας», μέσ. ιρλδ. <i>cercc</i> «[[κότα]]», αρχ. πρωσ. <i>kerko</i> «άγρια [[πάπια]]» και ρωσ. <i>krečet</i> «[[γεράκι]]» και ίσως με [[κερκάς]], [[κερκιθαλίς]], [[κέρκος]] «[[ουρά]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρέξ:''' ἡ, γεν. [[κρεκός]], ([[κρέκω]]), Λατ. crex, είδος μεγαλόσωμου ορτυκιού, ορτυκομάνα, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, gen. κρεκός, a long-legged bird, perh.
A corn-crake, Rallus crex, or ruff, Machetes pugnax, τούτους (sc. λίθους) ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσιν Ar.Av.1138, cf. Arist.PA695a22, Ael.NA4.5; sacred to Athena, Porph.Abst.3.5; [ἡ ἶβις] μέγαθος ὅσον κ. Hdt.2.76; a name of ill omen to the newly-married, Euph.4: hence δισάρπαγος κρέξ, of Helen, Lyc.513. 2 metaph., noisy braggart, Eup. 423. II hair, Hsch., Suid.: acc. κρέκαν Eust.1528.18.
Greek (Liddell-Scott)
κρέξ: ἡ, γεν. κρεκός, (κρέκω) Λατιν. crex, πτηνόν τι ἔχον ὀξὺ καὶ ὀδοντωτὸν ῥάμφος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1138, καὶ μικροὺς πόδας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 34, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 4. 5, πρὸς ὃ κατὰ τὸ μέγεθος ὁ Ἡρόδ. παραβάλλει τὴν ἶβιν, 2. 76. Ἡ περιγραφὴ αὕτη δὲν ἁρμόζει πρὸς τὸ crex rallus, ἂν καὶ ἡ κραυγὴ αὐτοῦ ἀνταποκρίνεται πρὸς τὸ ὄνομα (ὅπερ ὡς τὸ κρέκω εἶναι κατ’ ὀνοματοπ.), ὁ δὲ Snudevall ἐπιμένει ὅτι εἶναι αὐτὸ τοῦτο· ἕτεροι νομίζουσιν ὅτι εἶναι τὸ πτηνὸν tringa pugnax. Ἐθεωρεῖτο δὲ δυσοιώνιστον εἰς τοὺς νεονύμφους, Εὐφορίων 4· ὁπόθεν ἡ Ἑλένη καλεῖται δυσάρπαγος κρέξ, Λυκόφρ. 513. 2) μεταφορ., κομπορρήμων, ἀλαζών, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 118. ΙΙ. τάσσεται δὲ καὶ ἐπὶ τριχός, Ἡσύχ., Σουΐδ., Εὐστ. 1528. 18· ὁ Εὐστ. μνημονεύει καὶ αἰτιατ. κρέκαν, ἐξ ὀνομαστ. ἡ κρέκη.
French (Bailly abrégé)
κρεκός (ἡ) :
oiseau de la grosseur de l’ibis, avec un bec très aigu : râle d’eau ou autre.
Étymologie: R. Κρεκ, crier -- DELG onomatopée, cf. κόραξ.
Greek Monolingual
κρέξ, -εκός, ἡ (Α)
1. μτφ. αλαζόνας
2. τρίχα («πορφυρέην ἤμησε κρέκα», Ευστ.)
3. μεταναστευτικό νυκτόβιο σαρκοφάγο πτηνό που μοιάζει με το ορτύκι («τούτους δ' ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῑς ῥύγχεσιν», Αριστοφ.)
φρ. «δυσάρπαγος κρέξ» — ως χαρακτηρισμός της Ελένης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ονοματοποιία και συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. krkara- «είδος πέρδικας», μέσ. ιρλδ. cercc «κότα», αρχ. πρωσ. kerko «άγρια πάπια» και ρωσ. krečet «γεράκι» και ίσως με κερκάς, κερκιθαλίς, κέρκος «ουρά»].
Greek Monotonic
κρέξ: ἡ, γεν. κρεκός, (κρέκω), Λατ. crex, είδος μεγαλόσωμου ορτυκιού, ορτυκομάνα, σε Αριστοφ.