κολοιός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
(21)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κολοιός]])<br />η [[καλοιακούδα]] (α. «πολλοί κολοιοί υψώθησαν πετώντες», Καλλιγ.<br />β. «χὠ κολοιὸς οὑτοσὶ ἄνω κέχηνεν ὡσπερεὶ δεικνὺς τί μοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «πολλοί... σφε κατακρώζουσι κολοιοί» — για δημοκόπους και αναιδείς ρήτορες (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «κολοιὸς [[ποτὶ]] κολοιόν» — λέγεται γι' αυτούς που συναναστρέφονται με τους ομοίους τους (<b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) «κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῑς ἀγάλλεται» — λέγεται γι' αυτούς που πετούν με [[ξένα]] φτερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[υπόθεση]] [[κατά]] την οποία προέρχεται από [[ονοματοποιία]] [[είναι]] αβάσιμη].
|mltxt=ο (Α [[κολοιός]])<br />η [[καλοιακούδα]] (α. «πολλοί κολοιοί υψώθησαν πετώντες», Καλλιγ.<br />β. «χὠ κολοιὸς οὑτοσὶ ἄνω κέχηνεν ὡσπερεὶ δεικνὺς τί μοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «πολλοί... σφε κατακρώζουσι κολοιοί» — για δημοκόπους και αναιδείς ρήτορες (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «κολοιὸς [[ποτὶ]] κολοιόν» — λέγεται γι' αυτούς που συναναστρέφονται με τους ομοίους τους (<b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) «κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῑς ἀγάλλεται» — λέγεται γι' αυτούς που πετούν με [[ξένα]] φτερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[υπόθεση]] [[κατά]] την οποία προέρχεται από [[ονοματοποιία]] [[είναι]] αβάσιμη].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κολοιός:''' ὁ, [[καλιακούδα]], [[κάργια]], Λατ. [[graculus]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ., Αριστοφ.· παροιμ., κολοιὸς [[ποτὶ]] κολοιόν, όμοιος με όμοιο, σε Αριστ.· <i>κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται</i>, «χαίρεται με [[ξένα]] [[κόλλυβα]]», σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολοιός Medium diacritics: κολοιός Low diacritics: κολοιός Capitals: ΚΟΛΟΙΟΣ
Transliteration A: koloiós Transliteration B: koloios Transliteration C: koloios Beta Code: koloio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A jackdaw, Corvus monedula, Il.16.583, 17.755, Ar.V. 129, Av.50, al., Thphr.Char.21.6, Sign.39, Arat.963, al., Ael.NA4.30, Dionys.Av.3.18; κραγέται κολοιοί Pi.N.3.82:—Arist.HA617b16 distinguishes three species, κορακίας, λύκος, βωμολόχος (qq.v.): he also mentions a web-footed κολοιός, found in Lydia and Phrygia, which is prob. the little cormorant, Phalacrocorax pygmaeus; cf. Ath.9.395e (citing Ar.Ach.875):—Proverbs: κολοιὸς ποτὶ κολοιόν 'birds of a feather flock together', Arist.EN1155a34, etc.; κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται 'borrowed plumes', Luc.Apol.4; κύκνον ἡγοῦ τὸν κ. 'your geese are swans', Lib.Ep.42.3; of impudent noisy talkers, πολλοὶ . . σφε κατακρώζουσι κολοιοί Ar.Eq.1020; of Agathocles, Timae.145. (Cf.κολῳός, κολῳάω.)

German (Pape)

[Seite 1474] ὁ, die Dohle; ll. 16, 583. 17, 755; κραγέται Pind. N. 3, 78; Ar. Av. 50; vgl. Arist. H. A. 9, 24; sprichwörtlich, κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται, die Krähe schmückt sich mit fremden Federn, Luc. Apolog. 4, u. κολοιὸς ποτὶ κολοιόν, od. κολοιὸς παρὰ κολοιόν, Arist. eth. 8, 1 rhet. 1, 11, Gleich u. Gleich gesellt sich gern, wie die Krähen u. Dohlen immer in großen Schaaren ziehen. – Vgl. κολῳός.

Greek (Liddell-Scott)

κολοιός: ὁ, ἡ «καλιακοῦδα», Ἰλ. Π. 583., Ρ. 755, ἔνθα (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις) οἱ κολοιοὶ μνημονεύονται μετὰ τῶν ψαρῶν («ψαρονίων») ὡς πτηνὰ θορυβώδη καὶ κατὰ σμήνη πορευόμενα (ἴδε κλάζω)· κολοιοὶ κραγέται Πινδ. Ν. 3. 143· ― ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 24, διακρίνει αὐτὸν εἰς τρία εἴδη· (1) τὸν κορακίαν, ὅστις ἔχει ἐρυθρὸν ῥάμφος, καὶ πρέπει νὰ εἶναικορώνη εἰναλίη τοῦ Ὁμ.· (2) τὸν λύκον, ὅστις δὲν ἐξηκριβώθη ἔτι τί πτηνὸν εἶναι· (3) τὸ μικρὸν εἶδος καλούμενον, βωμολόχος, ὅπερ εἶναι ὁ κοινὸς κολοιὸς ἢ «καλιακοῦδα», Corvus monedula· ὡσαύτως μνημονεύει κολοιὸν στεγανόποδα εὑρισκόμενον ἐν Λυδίᾳ καὶ Φρυγίᾳ, καὶ ὅστις πιθανῶς εἶναι ὁ Craculus pugmaeus. ― Παροιμίαι: κολοιὸς ποτὶ κολοιόν, «ὅμοιος ’ς τὸν ὅμοιον», Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 1, 6, κτλ. κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται Λουκ. Ἀπολ. 4· ἐπὶ ἀναιδῶς φωνασκούντων ἀγορητῶν, πολλοὶ... σφε κατακρώζουσι κολοιοὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1020· ἐπὶ τοῦ Ἀγαθοκλέους, Τίμαι. παρὰ Πολυβ. 12, 15, 2. (Συγγενὲς τῷ κολῳός, κολῳάω, ὃ ἴδε).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
geai, choucas, oiseau ; ◊ prov. κολοιὸς παρὰ κολοιόν « qui se ressemble s’assemble » ; κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται LUC le geai se pare des plumes d’autrui ; fig. en parl. de bavards bruyants et importuns.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

English (Autenrieth)

jack-daw. (Il.)

English (Slater)

κολοιός
   1 jackdaw met. ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς . κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινὰ νέμονται i. e. the rivals of Pindar (N. 3.82)

Greek Monolingual

ο (Α κολοιός)
η καλοιακούδα (α. «πολλοί κολοιοί υψώθησαν πετώντες», Καλλιγ.
β. «χὠ κολοιὸς οὑτοσὶ ἄνω κέχηνεν ὡσπερεὶ δεικνὺς τί μοι», Αριστοφ.)
αρχ.
παροιμ. α) «πολλοί... σφε κατακρώζουσι κολοιοί» — για δημοκόπους και αναιδείς ρήτορες (Αριστοφ.)
β) «κολοιὸς ποτὶ κολοιόν» — λέγεται γι' αυτούς που συναναστρέφονται με τους ομοίους τους (Αριστοτ.)
γ) «κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῑς ἀγάλλεται» — λέγεται γι' αυτούς που πετούν με ξένα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση κατά την οποία προέρχεται από ονοματοποιία είναι αβάσιμη].

Greek Monotonic

κολοιός: ὁ, καλιακούδα, κάργια, Λατ. graculus, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ., Αριστοφ.· παροιμ., κολοιὸς ποτὶ κολοιόν, όμοιος με όμοιο, σε Αριστ.· κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται, «χαίρεται με ξένα κόλλυβα», σε Λουκ.