κυανέμβολος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυανέμβολος]], -ον (Α)<br />[[κυανόπρωρος]] («καὶ κυανέμβολοι θοαὶ μισθοφόροι τριήρεις», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἔμ</i>-<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἐμ</i>-[[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τρι</i>-<i>έμ</i>-<i>βολος</i>, <i>χαλκ</i>-<i>έμ</i>-<i>βολος</i>].
|mltxt=[[κυανέμβολος]], -ον (Α)<br />[[κυανόπρωρος]] («καὶ κυανέμβολοι θοαὶ μισθοφόροι τριήρεις», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἔμ</i>-<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἐμ</i>-[[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τρι</i>-<i>έμ</i>-<i>βολος</i>, <i>χαλκ</i>-<i>έμ</i>-<i>βολος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κυᾰνέμβολος:''' -ον ([[ἔμβολον]]) = [[κυανόπρῳρος]], σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνέμβολος Medium diacritics: κυανέμβολος Low diacritics: κυανέμβολος Capitals: ΚΥΑΝΕΜΒΟΛΟΣ
Transliteration A: kyanémbolos Transliteration B: kyanembolos Transliteration C: kyanemvolos Beta Code: kuane/mbolos

English (LSJ)

ον,

   A = κυανόπρῳρος, πρῷραι E.El.436, Ar.Ra.1318; τριήρεις Id.Eq.554.—Only in lyr.

German (Pape)

[Seite 1521] mit dunkelfarbigem Schnabel; τριήρεις, Ar. Equ. 554; πρῶραι, Ran. 1318; Eur. El. 436.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνέμβολος: -ον, = κυανόπρῳρος, πρῷραι Εὐρ. Ἠλ. 436. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1318· τριήρεις ὁ αὐτ. Ἱππ. 554.

Greek Monolingual

κυανέμβολος, -ον (Α)
κυανόπρωρος («καὶ κυανέμβολοι θοαὶ μισθοφόροι τριήρεις», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἔμ-βολος (< ἐμ-βάλλω), πρβλ. τρι-έμ-βολος, χαλκ-έμ-βολος].

Greek Monotonic

κυᾰνέμβολος: -ον (ἔμβολον) = κυανόπρῳρος, σε Ευρ., Αριστοφ.