κυκλόσε: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυκλόσε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> κυκλικά, [[ολόγυρα]] («περὶ δ' αὐτὸν ἀγηγέραθ', ὅσσοι ἄριστοι, κυκλόσ'», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκλος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>σε</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πεδό</i>-<i>σε</i>, <i>υψό</i>-<i>σε</i>)]. | |mltxt=[[κυκλόσε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> κυκλικά, [[ολόγυρα]] («περὶ δ' αὐτὸν ἀγηγέραθ', ὅσσοι ἄριστοι, κυκλόσ'», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκλος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>σε</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πεδό</i>-<i>σε</i>, <i>υψό</i>-<i>σε</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κυκλόσε:''' επίρρ., μέσα σε κύκλο ή κυκλικά, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (κύκλος)
A in or into a circle, περὶ δ' αὐτὸν ἀγηγέραθ' ὅσσοι ἄριστοι κ. Il.4.212; διαστάντες τανύουσι κ. stretch [the skin] outwards on all sides, 17.392, cf. Onos.17, A.D.Adv.193.8, Ael.NA 3.13, etc.
German (Pape)
[Seite 1527] in die Runde, rings umher, nach allen Seiten hin, Il. 4, 212. 17, 392 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλόσε: ἐπίρρ. (κύκλος) ἐν κύκλῳ ἢ εἰς κύκλον, περὶ δ’ αὐτὸν ἀγηγέραθ’, ὅσσοι ἄριστοι, κυκλόσ’ Ἰλ. Δ 212· διαστάντες τανύουσι κυκλόσε, ἐκτείνουσι τὸ δέρμα εἰς κύκλον, Ρ 392· οὕτω παρ’ Αἰλ., κτλ. ἰδὲ Λοβ. Φρύν. 9 σημ.
French (Bailly abrégé)
adv.
tout autour, en cercle avec mouv.
Étymologie: κύκλος, -σε.
English (Autenrieth)
in a circle, Il. 4.212 and Il. 17.392.
Greek Monolingual
κυκλόσε (Α)
επίρρ. κυκλικά, ολόγυρα («περὶ δ' αὐτὸν ἀγηγέραθ', ὅσσοι ἄριστοι, κυκλόσ'», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. πεδό-σε, υψό-σε)].
Greek Monotonic
κυκλόσε: επίρρ., μέσα σε κύκλο ή κυκλικά, σε Ομήρ. Ιλ.