λεπταλέος: Difference between revisions
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(23) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λεπταλέος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[λεπτός]], [[αβρός]], [[τρυφερός]] («ἄειδεν λεπταλέῃ φωνῇ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασθενής]], [[αδύνατος]] («λεπταλέοι θυμοῑσι», Μαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεπτός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λυσσ</i>-<i>αλέος</i>, <i>πειν</i>-<i>αλέος</i>)]. | |mltxt=[[λεπταλέος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[λεπτός]], [[αβρός]], [[τρυφερός]] («ἄειδεν λεπταλέῃ φωνῇ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασθενής]], [[αδύνατος]] («λεπταλέοι θυμοῑσι», Μαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεπτός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λυσσ</i>-<i>αλέος</i>, <i>πειν</i>-<i>αλέος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λεπτᾰλέος:''' -α, -ον ([[λεπτός]]), [[λεπτός]], [[ντελικάτος]], [[ισχνός]], [[αδύνατος]], [[κομψός]], [[ηδύς]], σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον, (λεπτός)
A fine, delicate, φωνή Il.18.571; ὑπήεισαν . . λεπταλέον σύριγγες Call.Dian.243; also λ. φᾶρος, ἑανόν, A.R.2.31, 4.169; πόδες (of Hephaestus) Nonn.D.9.230; ἠήρ, λύγοι, etc., AP10.75 (Pall.), 7.204 (Agath.), etc.: metaph., μοῦσα Call.Aet.Oxy.2079.24; feeble, λεπταλέοι θυμοῖσι Man.1.165.
German (Pape)
[Seite 30] poet. = λεπτός; φωνή, Il. 18, 571, seine Stimme, wonach Callim. Dian. 243 sagt ὑπήεισαν δὲ λεπταλέοι σύριγγες; so ἰωή, Ap. Rh. 3, 709; auch sonst bei sp. D., χιτών, Ap. Rh. 3, 815, vgl. 4, 169; στήμονες, Antp. Sid. 22 (VI, 174); δόνακες, Paul. Sil. 52 (VI, 66); λόγοι, Agath. 85 (VII, 204); auch von Menschen, Man. 5, 165.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτᾰλέος: -α, -ον, (λεπτὸς) λεπτός, ἡδύς, λεπταλέῃ φωνῇ Ἰλ. Σ. 571· ὑπήεισαν... λεπταλέον σύριγγες Καλλ. εἰς Ἄρτ. 243. - ὡσαύτως, λ. ἑανὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 169· πόδες Νόνν. Δ. 9. 230· ἀήρ, λύγοι, κτλ., Ἀνθ. Π. 10. 75., 7. 204· - μεταφορ., ἀσθενής, ἀδύνατος, λεπταλέοι θυμοῖσι Μανέθων 1. 165.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
faible, grêle en parl. de la voix.
Étymologie: λεπτός.
English (Autenrieth)
(λεπτός): fine, delicate, Il. 18.571†.
Greek Monolingual
λεπταλέος, -α, -ον (Α)
1. λεπτός, αβρός, τρυφερός («ἄειδεν λεπταλέῃ φωνῇ», Ομ. Ιλ.)
2. ασθενής, αδύνατος («λεπταλέοι θυμοῑσι», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος, πειν-αλέος)].
Greek Monotonic
λεπτᾰλέος: -α, -ον (λεπτός), λεπτός, ντελικάτος, ισχνός, αδύνατος, κομψός, ηδύς, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.