μεγαλοπρέπεια: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑM [[μεγαλοπρέπεια]], ιων. τ. [[μεγαλοπρεπείη]]) [[μεγαλοπρεπής]]<br /><b>1.</b> [[λαμπρότητα]], [[επιβλητικότητα]], [[μεγαλείο]]<br /><b>2.</b> [[πλούτος]], [[πολυτέλεια]]<br /><b>3.</b> το υψηλό ύφος του λόγου<br /><b>4.</b> λέγεται ως [[προσφώνηση]] υψηλών προσώπων («ἡ σὴ [[μεγαλοπρέπεια]]», Ιουστιν.).
|mltxt=η (ΑM [[μεγαλοπρέπεια]], ιων. τ. [[μεγαλοπρεπείη]]) [[μεγαλοπρεπής]]<br /><b>1.</b> [[λαμπρότητα]], [[επιβλητικότητα]], [[μεγαλείο]]<br /><b>2.</b> [[πλούτος]], [[πολυτέλεια]]<br /><b>3.</b> το υψηλό ύφος του λόγου<br /><b>4.</b> λέγεται ως [[προσφώνηση]] υψηλών προσώπων («ἡ σὴ [[μεγαλοπρέπεια]]», Ιουστιν.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλοπρέπεια:''' Ιων. -είη, ἡ, το χαρακτηριστικό του μεγαλοπρεπή, [[μεγαλοπρέπεια]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοπρέπεια Medium diacritics: μεγαλοπρέπεια Low diacritics: μεγαλοπρέπεια Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΕΙΑ
Transliteration A: megaloprépeia Transliteration B: megaloprepeia Transliteration C: megaloprepeia Beta Code: megalopre/peia

English (LSJ)

Ion. μεγᾰλοπρεπ-είη, ἡ,

   A magnificence, as a quality of persons, Hdt.1.139, 3.125, Pl.R.486a, Isoc.9.2, Arist.EN1107b17, etc.    II of style, elevation, D.H.Comp.16, Th.23, Demetr.Eloc.37.    III as a title, ἡ σὴ μ. Just.Nov.41 Praef.; ἡ αὐτοῦ μ. POxy.1163.4 (v A. D.).

German (Pape)

[Seite 107] ἡ, das Wesen u. Betragen des μεγαλοπρεπής, Prachtliebe, großer Aufwand in großen u. anständigen Dingen, nur lobend, καὶ ἐλευθεριότης, Plat. Rep. II, 462 c, vgl. VIII, 560 e; Isocr. 2, 19; Arist. Eth. 4, 2, nach dem es die rechte Mitte zwischen ἀπειροκαλία u. μικροπρέπεια ist.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοπρέπεια: Ἰων. -είη, ἡ, ὁ χαρακτὴρ ἢ ἰδιότης τοῦ μεγαλοπρεποῦς, λαμπρότης, Ἡρόδ. 1. 139., 3. 125, Πλάτ. Πολ. 486Α, κτλ.· ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
magnificence, générosité.
Étymologie: μεγαλοπρεπής.

Greek Monolingual

η (ΑM μεγαλοπρέπεια, ιων. τ. μεγαλοπρεπείη) μεγαλοπρεπής
1. λαμπρότητα, επιβλητικότητα, μεγαλείο
2. πλούτος, πολυτέλεια
3. το υψηλό ύφος του λόγου
4. λέγεται ως προσφώνηση υψηλών προσώπων («ἡ σὴ μεγαλοπρέπεια», Ιουστιν.).

Greek Monotonic

μεγᾰλοπρέπεια: Ιων. -είη, ἡ, το χαρακτηριστικό του μεγαλοπρεπή, μεγαλοπρέπεια, σε Ηρόδ., Πλάτ.