λέπας: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λέπας]], τὸ (Α)<br />[[βουνό]] πετρώδες και [[γυμνό]], [[βράχος]] («ἠερίη Γεράνεια, κακὸν [[λέπας]]», <b>Σιμων.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται με λατ. <i>lapis</i>, -<i>idis</i> «[[πέτρα]]» (το -<i>a</i>- του <i>lapis</i> [[είναι]] δυσερμήνευτο), [[οπότε]] η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>lep</i>- «[[αποσπώ]], [[αφαιρώ]] τον φλοιό» (<b>[[πρβλ]].</b> [[λέπω]]). Υπάρχει και η [[άποψη]] ότι ίσως και οι δύο λέξεις [[είναι]] δάνειες από κάποια μεσογειακή [[γλώσσα]] (<b>[[πρβλ]].</b> ιβηρο-ρωμανικό <i>lapa</i>, με πιθ. σημ. «[[πέτρινος]] [[δίσκος]]»)]. | |mltxt=[[λέπας]], τὸ (Α)<br />[[βουνό]] πετρώδες και [[γυμνό]], [[βράχος]] («ἠερίη Γεράνεια, κακὸν [[λέπας]]», <b>Σιμων.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται με λατ. <i>lapis</i>, -<i>idis</i> «[[πέτρα]]» (το -<i>a</i>- του <i>lapis</i> [[είναι]] δυσερμήνευτο), [[οπότε]] η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>lep</i>- «[[αποσπώ]], [[αφαιρώ]] τον φλοιό» (<b>[[πρβλ]].</b> [[λέπω]]). Υπάρχει και η [[άποψη]] ότι ίσως και οι δύο λέξεις [[είναι]] δάνειες από κάποια μεσογειακή [[γλώσσα]] (<b>[[πρβλ]].</b> ιβηρο-ρωμανικό <i>lapa</i>, με πιθ. σημ. «[[πέτρινος]] [[δίσκος]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λέπας:''' τό, σε [[χρήση]] μόνο σε ονομ. και αιτ. ([[λέπω]]), [[απόκρημνος]] [[βράχος]], σε Αισχύλ., Ευρ., κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A bare rock, scaur, Simon.114.1, A.Ag.283, 298, E.Ph. 24, al.; Ἀκραῖον λ. Th.7.78. (Only nom. and acc. sg.)
German (Pape)
[Seite 29] τό, kahler Fels, Berg; Aesch. Ag. 274. 289; Eur. u. sp. D., wie Ep. ad. 128 (VI, 23); auch in Prosa, Thuc. 7, 78, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λέπας: τό, (λέπω) ἀπόκρημνος πέτρα, Σιμων. 117. 1, Αἰσχύλ. Ἀγ. 283, 298, Εὐρ. Φοίν. 24, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως παρὰ Θουκ. 7. 78· ἐν χρήσει μόνον καθ’ ἑνικ. ὀνομ. καὶ αἰτ.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom., voc. et acc. sg.
roche nue, rocher.
Étymologie: λέπω -- DELG cf. lat. lapis ?
Greek Monolingual
λέπας, τὸ (Α)
βουνό πετρώδες και γυμνό, βράχος («ἠερίη Γεράνεια, κακὸν λέπας», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με λατ. lapis, -idis «πέτρα» (το -a- του lapis είναι δυσερμήνευτο), οπότε η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα lep- «αποσπώ, αφαιρώ τον φλοιό» (πρβλ. λέπω). Υπάρχει και η άποψη ότι ίσως και οι δύο λέξεις είναι δάνειες από κάποια μεσογειακή γλώσσα (πρβλ. ιβηρο-ρωμανικό lapa, με πιθ. σημ. «πέτρινος δίσκος»)].
Greek Monotonic
λέπας: τό, σε χρήση μόνο σε ονομ. και αιτ. (λέπω), απόκρημνος βράχος, σε Αισχύλ., Ευρ., κ.λπ.