νέα: Difference between revisions
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(26) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=νέα, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νειός]]. | |mltxt=νέα, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νειός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νέα:''' Ιων. αιτ. του [[ναῦς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. acc. of ναῦς. II v. νειός.
Greek (Liddell-Scott)
νέα: ἡ νέωμα, κοινῶς «νειάμα», μέρος χέρσου γῆς καλλιεργηθὲν διὰ πρώτην φορὰν καὶ ἀφεθὲν ἀργὸν ἐπί τινα χρόνον ὅπως καλλιεργηθῇ πάλιν πρὸς σποράν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3, 15.
French (Bailly abrégé)
acc. de ναῦς;
fém. de νέος;
neutre pl. de νέος.
Greek Monolingual
νέα, ἡ (Α)
βλ. νειός.
Greek Monotonic
νέα: Ιων. αιτ. του ναῦς.