νεμέθω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεμέθω]] (Α) [[νέμω]], [[βόσκω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για επικό τ. του [[νέμω]] με [[επίθημα]] -<i>έθω</i>, πιθ. για μετρικούς λόγους (<b>πρβλ.</b> [[θαλέθω]]: [[θάλλω]])].
|mltxt=[[νεμέθω]] (Α) [[νέμω]], [[βόσκω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για επικό τ. του [[νέμω]] με [[επίθημα]] -<i>έθω</i>, πιθ. για μετρικούς λόγους (<b>πρβλ.</b> [[θαλέθω]]: [[θάλλω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεμέθω:''' Επικ. αντί [[νέμω]] — Μέσ., στον Όμηρ. απαντά μόνο μια [[φορά]] στον τύπο <i>νεμέθοντο</i>, το [[κοπάδι]] βοσκούσε, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεμέθω Medium diacritics: νεμέθω Low diacritics: νεμέθω Capitals: ΝΕΜΕΘΩ
Transliteration A: neméthō Transliteration B: nemethō Transliteration C: nemetho Beta Code: neme/qw

English (LSJ)

Ep. for

   A νέμω, νεμέθων Nic.Th.430:—in Med., once in Hom., νεμέθοντο, of doves, were feeding, Il.11.635, cf. AP14.4, Keil-Premerstein Erster Berichtp.9 (Troketta).

German (Pape)

[Seite 238] poet. = νέμω; Πελειάδες νεμέθοντο, sie weideten, fraßen, Il. 11, 635; sp. D., wie Nic. Ther. 429.

Greek (Liddell-Scott)

νεμέθω: Ἐπικ. ἀντὶ νέμω, νεμέθων Νικ. Ἀλεξιφ. 430· ― ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἅπαξ, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ νεμέθοντο, ἐβόσκοντο, ἔτρωγον, Ἰλ. Λ. 635.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
νέμω;
Moy. (seul. 3ᵉ pl. impf. poét. νεμέθοντο) c. νέμομαι.

Greek Monolingual

νεμέθω (Α) νέμω, βόσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επικό τ. του νέμω με επίθημα -έθω, πιθ. για μετρικούς λόγους (πρβλ. θαλέθω: θάλλω)].

Greek Monotonic

νεμέθω: Επικ. αντί νέμω — Μέσ., στον Όμηρ. απαντά μόνο μια φορά στον τύπο νεμέθοντο, το κοπάδι βοσκούσε, σε Ομήρ. Ιλ.