νήποινος: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
(27)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νήποινος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ατιμώρητος]], [[ανεκδίκητος]] («νήποινοί κεν [[ἔπειτα]] δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που δεν παράγει καρπούς, [[άκαρπος]] («χθονὸς αἶσαν... δωρήσεται [[οὔτε]] παγκάρπων φυτῶν νήποινον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>νήποινον</i><br />ατιμώρητα, [[ατιμωρητί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ποινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποινή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>ποινος</i>, <i>ανά</i>-<i>ποινος</i>].
|mltxt=[[νήποινος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ατιμώρητος]], [[ανεκδίκητος]] («νήποινοί κεν [[ἔπειτα]] δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που δεν παράγει καρπούς, [[άκαρπος]] («χθονὸς αἶσαν... δωρήσεται [[οὔτε]] παγκάρπων φυτῶν νήποινον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>νήποινον</i><br />ατιμώρητα, [[ατιμωρητί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ποινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποινή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>ποινος</i>, <i>ανά</i>-<i>ποινος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νήποινος:''' -ον (νη-, [[ποινή]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ατιμώρητος]], [[ανεκδίκητος]], σε Όμηρ.· ουδ. <i>νήποινον</i> ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> φυτῶν [[νήποινος]], όπως το [[ἄμοιρος]], [[χωρίς]] [[μερίδιο]] σε οπωροφόρα, καρποφόρα δέντρα, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήποινος Medium diacritics: νήποινος Low diacritics: νήποινος Capitals: ΝΗΠΟΙΝΟΣ
Transliteration A: nḗpoinos Transliteration B: nēpoinos Transliteration C: nipoinos Beta Code: nh/poinos

English (LSJ)

ον, (νη-, ποινή)

   A unavenged, without compensation, Hom. (only in Od.), νήποινοί κεν ὄλοισθε 1.380, 2.145; ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν 1.160; ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι ib.377, cf. 18.280; also νήποινα (as Adv.) ἀποκτείνειν (v.l. for νηποινεί) X. Hier.3.3.    II φυτῶν νάποινος (νή- codd.), like ἄμοιρος, without share of, unblest with fruitful trees, Pi.P.9.58.

German (Pape)

[Seite 253] ungestraft, straflos; νήποινοι ὄλοισθε, ungerächt, Od. 1, 380; νήποινον adverbial, βίοτον ἔδοντες, 18, 297, vgl. 1, 377; νηποινὰ ἀποκτείνειν, v. l. νηποινεί, Xen. Hier. 3, 3; – νήποινον φυτῶν αἶσαν, Pind. P. 9, 60, fruchttragender Bäume untheilhaft.

Greek (Liddell-Scott)

νήποινος: -ον, (νη-, ποινὴ) ἀνεκδίκητος, ἀτιμώρητος, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.), νήποινοί κεν ὄλοισθε Α. 380, Β. 145· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ οὐδ. νήποινον ὡς ἐπίρρ., ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν Α. 160· ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι Α. 377, πρβλ. Σ. 280· πρβλ. ἀνάποινος· - οὕτω νήποινα, Ξεν. Ἱέρ. 3, 3 (εἰ μὴ ἀναγνωστέον νηποινεί). ΙΙ. φυτῶν νήποινος, ὡς τὸ ἄμοιρος, ἄμοιρος καρποφόρων δένδρων, Πίνδ. Π. 9. 103.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 impuni ; adv. • νήποινον impunément;
2 qui ne punit pas, càd non vengé.
Étymologie: νη-, ποινή.

English (Autenrieth)

(ποινή): without compensation, unavenged; adv., νήποινον, with impunity, Od. 1.160.

English (Slater)

νήποινος (?) v. νάποινος.

Greek Monolingual

νήποινος, -ον (Α)
1. ατιμώρητος, ανεκδίκητος («νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε», Ομ. Οδ.)
2. (για φυτά) αυτός που δεν παράγει καρπούς, άκαρπος («χθονὸς αἶσαν... δωρήσεται οὔτε παγκάρπων φυτῶν νήποινον», Πίνδ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) νήποινον
ατιμώρητα, ατιμωρητί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -ποινος (< ποινή), πρβλ. ά-ποινος, ανά-ποινος].

Greek Monotonic

νήποινος: -ον (νη-, ποινή
I. ατιμώρητος, ανεκδίκητος, σε Όμηρ.· ουδ. νήποινον ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.
II. φυτῶν νήποινος, όπως το ἄμοιρος, χωρίς μερίδιο σε οπωροφόρα, καρποφόρα δέντρα, σε Πίνδ.