ναύσταθμον: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ναύσταθμον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ναύσταθμος]]. | |mltxt=[[ναύσταθμον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ναύσταθμος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ναύσταθμον:''' τό ([[σταθμός]]), [[λιμάνι]], αγκυροβόλι, όρμος, [[σταθμός]] πλοίων, [[αραξοβόλι]], Λατ. [[statio]] navium, σε Ευρ., Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, (σταθμός)
A harbour, anchorage, roadstead, Th.3.6, E.Rh.602 (pl.):—more freq. ναύ-σταθμος, ὁ, Plb.5.19.6, D.S.27.12, Plu. Nic.16, etc.; hence of ships assembled in a roadstead, Id.Arist.22, Lys.5.
German (Pape)
[Seite 232] τό, ein Ort, wo Schiffe stehen, vor Anker gehen können, Ankerbucht; Eur. Rhes. 136 u. öfter; Thuc. 3, 6; Sp., Pol. 5, 19, 6 Plut. Pomp. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ναύσταθμον: τό, (σταθμὸς) λιμήν, ἀγκυροβολία, σταθμὸς πλοίων, Λατ. statio navium. Θουκ. 3. 6· ὡσαύτως ναύσταθμος, ὁ, Πολύβ. 5. 19, 6, Πλουτ. Νικ. 16, κτλ. (ἐντεῦθεν, ἐπὶ πλοίων συνηγμένων ἐντὸς λιμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστ. 22)· ― ἡ λέξις συχνάκις ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ρήσ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἀλλὰ πλὴν τῶν 244, 602, ἔνθα ὑπάρχει ναύσταθμα, τὸ γένος εἶναι ἄδηλον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
port, mouillage.
Étymologie: ναῦς, σταθμός.
Greek Monolingual
ναύσταθμον, τὸ (Α)
βλ. ναύσταθμος.
Greek Monotonic
ναύσταθμον: τό (σταθμός), λιμάνι, αγκυροβόλι, όρμος, σταθμός πλοίων, αραξοβόλι, Λατ. statio navium, σε Ευρ., Θουκ.