ὁμοτράπεζος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμοτράπεζος]], -ον)<br />αυτός που κάθεται στο ίδιο [[τραπέζι]] με άλλον ή με άλλους, [[συνδαιτυμόνας]] [[συνέστιος]] («ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ [[ὁμόσπονδος]] ἐγένεο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὁμοτράπεζοι</i><br />[[τιμητικός]] [[τίτλος]] ορισμένων μεγιστάνων οι οποίοι αποτελούσαν την [[ακολουθία]] του βασιλιά στην αρχαία Περσία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τράπεζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-<i>τράπεζος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμοτράπεζος]], -ον)<br />αυτός που κάθεται στο ίδιο [[τραπέζι]] με άλλον ή με άλλους, [[συνδαιτυμόνας]] [[συνέστιος]] («ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ [[ὁμόσπονδος]] ἐγένεο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὁμοτράπεζοι</i><br />[[τιμητικός]] [[τίτλος]] ορισμένων μεγιστάνων οι οποίοι αποτελούσαν την [[ακολουθία]] του βασιλιά στην αρχαία Περσία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τράπεζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-<i>τράπεζος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμοτράπεζος:''' -ον ([[τράπεζα]]), αυτός που τρώει στο ίδιο [[τραπέζι]] με κάποιον [[άλλο]], με δοτ., σε Ηρόδ.· [[συνέστιος]] καὶ [[ὁμοτράπεζος]], σε Πλάτ.· <i>οἱ ὁμοτράπεζοι</i>, συνδαιτυμόνες, [[ονομασία]] Περσών αυλικών μεγιστάνων, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοτράπεζος Medium diacritics: ὁμοτράπεζος Low diacritics: ομοτράπεζος Capitals: ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: homotrápezos Transliteration B: homotrapezos Transliteration C: omotrapezos Beta Code: o(motra/pezos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A eating at the same table with (cf. ὁμόσπονδος), Hdt.9.16 ; συνέστιος καὶ ὁ. Pl.Euthphr.4c ; οἱ ὁ, messmates, Persian name for certain of the chief courtiers, X.Cyr.7.1.30 ; cf. ὁμότιμος.

German (Pape)

[Seite 340] an demselben Tische, Tischgenosse, τινί, Her. 3, 132. 9, 16; καὶ συνέστιος, Plat. Euthyphr. 4 b; Din. 1, 24; Xen. An. 3, 2, 4; bei den Persern die Angesehenen, welche das Gefolge des Königs bilden, οἱ ὁμ. καλούμενοι, 1, 8, 25 Cyr. 7, 1, 30, weil sie gew. mit dem Könige aßen.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοτράπεζος: -ον, ὁ ἐσθίων ἐπὶ τῆς αὐτῆς τραπέζης μετά τινος (πρβλ. ὁμόσπονδος), Ἡρόδ. 1. 132· συνέστιος καὶ ὁμ. Πλάτ. Εὐθύφρων 4Β. -οἱ ὁμοτράπεζοι, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς τραπέζης ἐσθίοντες, ὄνομα τινῶν τῶν παρὰ Πέρσαις αὐλικῶν μεγιστάνων, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 30· πρβλ. ὁμότιμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange à la même table que, τινι ; οἱ ὁμοτράπεζοι, les commensaux du roi, chez les Perses.
Étymologie: ὁμός, τράπεζα.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμοτράπεζος, -ον)
αυτός που κάθεται στο ίδιο τραπέζι με άλλον ή με άλλους, συνδαιτυμόνας συνέστιος («ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ ὁμόσπονδος ἐγένεο», Ηρόδ.)
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὁμοτράπεζοι
τιμητικός τίτλος ορισμένων μεγιστάνων οι οποίοι αποτελούσαν την ακολουθία του βασιλιά στην αρχαία Περσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. μονο-τράπεζος].

Greek Monotonic

ὁμοτράπεζος: -ον (τράπεζα), αυτός που τρώει στο ίδιο τραπέζι με κάποιον άλλο, με δοτ., σε Ηρόδ.· συνέστιος καὶ ὁμοτράπεζος, σε Πλάτ.· οἱ ὁμοτράπεζοι, συνδαιτυμόνες, ονομασία Περσών αυλικών μεγιστάνων, σε Ξεν.