Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁμόστολος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁμόστολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συμπορεύεται, που ταξιδεύει [[μαζί]] με άλλον, [[συνταξιδιώτης]]<br /><b>2.</b> [[συνοδός]], [[ακόλουθος]] («Βάκχον... Μαινάδων ὁμόστολον», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιδιό</i>-<i>στολος</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[ὁμόστολος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> ντυμένος με όμοιο τρόπο («μορφῆς δ' οὐχ [[ὁμόστολος]] [[φύσις]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> όμοιος («τὸ ὁμόστολον ψυχῆς [[ἄσπιλον]] [[σῶμα]]», Μηναί.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στολή]]), <b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-<i>στολος</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁμόστολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συμπορεύεται, που ταξιδεύει [[μαζί]] με άλλον, [[συνταξιδιώτης]]<br /><b>2.</b> [[συνοδός]], [[ακόλουθος]] («Βάκχον... Μαινάδων ὁμόστολον», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιδιό</i>-<i>στολος</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[ὁμόστολος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> ντυμένος με όμοιο τρόπο («μορφῆς δ' οὐχ [[ὁμόστολος]] [[φύσις]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> όμοιος («τὸ ὁμόστολον ψυχῆς [[ἄσπιλον]] [[σῶμα]]», Μηναί.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στολή]]), <b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-<i>στολος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόστολος:''' -ον ([[στέλλω]]), αυτός που συμπορεύεται με άλλους, με γεν., σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόστολος Medium diacritics: ὁμόστολος Low diacritics: ομόστολος Capitals: ΟΜΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: homóstolos Transliteration B: homostolos Transliteration C: omostolos Beta Code: o(mo/stolos

English (LSJ)

ον,

   A in company with, attendant, Βάκχον..Μαινάδων ὁμόστολον S.OT212(lyr.); ὁ. ὔμμιν ἕπεσθαι A.R.2.802.    II generally, similar, μορφῆς δ' οὐχ ὁ. φύσις A.Supp.496.

German (Pape)

[Seite 340] 1) zugleich, mitgeschickt, mitreifend, geleitend; Βάκχον Μαινάδων ὁμόστολον Soph. O. R. 212; sp. D., wie ὁμόστολον ὑμῖν ἕπεσθαι Ap. Rh. 2, 802; Nonn. – 2) (στολή) gleich gekleidet, u. übh. ähnlich, μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φύσις Aesch. Suppl. 491.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόστολος: -ον, ὁ συμπορευόμενος μετά τινος, Βάκχον.. Μαινάδων ὁμόστολον Σοφ. Ο. Τ. 212· ὁμ. ὔμμιν ἕπεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 802. ΙΙ. καθόλου, ὅμοιος, μορφῆς δ’ οὐχ ὁμόστολον φύσις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 496.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
envoyé ensemble ou avec ; τινος, compagnon de qqn.
Étymologie: ὁμός, στέλλω.

Greek Monolingual

(I)
ὁμόστολος, -ον (Α)
1. αυτός που συμπορεύεται, που ταξιδεύει μαζί με άλλον, συνταξιδιώτης
2. συνοδός, ακόλουθος («Βάκχον... Μαινάδων ὁμόστολον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -στολος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ιδιό-στολος].———————— (II)
ὁμόστολος, -ον (ΑΜ)
1. ντυμένος με όμοιο τρόπο («μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φύσις», Αισχύλ.)
2. όμοιος («τὸ ὁμόστολον ψυχῆς ἄσπιλον σῶμα», Μηναί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -στολος (< στολή), πρβλ. λευκό-στολος].

Greek Monotonic

ὁμόστολος: -ον (στέλλω), αυτός που συμπορεύεται με άλλους, με γεν., σε Σοφ.