παιδευτικός: Difference between revisions
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[παιδευτικός]], -ή, -όν) [[παιδευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παίδευση]], [[μορφωτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η παιδευτική</i><br />η παιδαγωγική<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[σχετικός]] με [[ταλαιπωρία]], [[βασανιστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με [[τιμωρία]], [[σωφρονιστικός]]<br /><b>2.</b> ο [[έμπειρος]] στη [[διδασκαλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιδευτικώς</i> (Α παιδευτικῶς)<br />με παιδευτικό τρόπο, διδακτικώς («δογματικῶς ἅμα καὶ παιδευτικῶς», Φίλ.). | |mltxt=-ή, -ὁ (Α [[παιδευτικός]], -ή, -όν) [[παιδευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παίδευση]], [[μορφωτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η παιδευτική</i><br />η παιδαγωγική<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[σχετικός]] με [[ταλαιπωρία]], [[βασανιστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με [[τιμωρία]], [[σωφρονιστικός]]<br /><b>2.</b> ο [[έμπειρος]] στη [[διδασκαλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιδευτικώς</i> (Α παιδευτικῶς)<br />με παιδευτικό τρόπο, διδακτικώς («δογματικῶς ἅμα καὶ παιδευτικῶς», Φίλ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παιδευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην [[εκπαίδευση]]· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[εκπαίδευση]], σε Πλάτ.· ομοίως, <i>τὸ παιδευτικόν</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for teaching, δυνάμεις Ti.Locr.103e; βίος Str.14.5.4; ἡ -κή (sc. τέχνη) education, Pl.Sph.231b; π. ἐπιστῆμαι Phld.Mus. p.105 K.; τὸ π. Plu.Lyc.4; παράδειγμα π. τοῖς εὖ φρονοῦσι Hierocl.in CA11p.441M. Adv. -κῶς Ph.1.169: Sup. -ώτατα ib. 319. 2 skilled in teaching, ib.438.
German (Pape)
[Seite 440] zum Erziehen, Unterrichten gehörig, geschickt, δύναμις, Plat. Tim. Locr. 103 e; ἡ παιδευτική, sc. τέχνη, die Erziehungskunst, Soph. 231 b; τὸ πολιτικὸν καὶ παιδευτικόν, Plut. Lyc. 4. – Adv., Poll. 4, 42; Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παιδευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παίδευσιν, δύναμις Τίμ. Λοκρ. 103Ε˙ - ἡ παιδευτικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἐκπαιδεύειν, Πλάτ. Σοφιστ. 231Β˙ οὕτω, τὸ παιδευτικὸν Πλουτ. Λυκοῦργ. 4. Ἐπιρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 447˙ ὑπερθ., -ώτατα Φίλων 1. 319.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l’instruction.
Étymologie: παιδεύω.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α παιδευτικός, -ή, -όν) παιδευτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παίδευση, μορφωτικός
2. το θηλ. ως ουσ. η παιδευτική
η παιδαγωγική
νεοελλ.
ο σχετικός με ταλαιπωρία, βασανιστικός
αρχ.
1. ο σχετικός με τιμωρία, σωφρονιστικός
2. ο έμπειρος στη διδασκαλία.
επίρρ...
παιδευτικώς (Α παιδευτικῶς)
με παιδευτικό τρόπο, διδακτικώς («δογματικῶς ἅμα καὶ παιδευτικῶς», Φίλ.).
Greek Monotonic
παιδευτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην εκπαίδευση· ἡ -κή (ενν. τέχνη), εκπαίδευση, σε Πλάτ.· ομοίως, τὸ παιδευτικόν, σε Πλούτ.