ὀρφανία: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(29) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ορφανία και αρφάνια, η (Α [[ὀρφανία]])<br />η [[στέρηση]], λόγω θανάτου, του ενός ή και τών δύο γονέων<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[στέρηση]] του προστάτη κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br />[[έλλειψη]], [[στέρηση]] («[[ὀρφανία]] στεφάνων», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ὀρφανία]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀρφανός]]. Ο τ. [[ορφάνια]] <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ὀρφανία]] ή υποχωρητ. σχημ. <span style="color: red;"><</span> [[ορφανεύω]] με αναβιβασμό του τόνου [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ακριβός]]: [[ακρίβεια]], [[βοηθός]]: [[βοήθεια]], [[γυμνός]]: [[γύμνια]]]. | |mltxt=και ορφανία και αρφάνια, η (Α [[ὀρφανία]])<br />η [[στέρηση]], λόγω θανάτου, του ενός ή και τών δύο γονέων<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[στέρηση]] του προστάτη κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br />[[έλλειψη]], [[στέρηση]] («[[ὀρφανία]] στεφάνων», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ὀρφανία]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀρφανός]]. Ο τ. [[ορφάνια]] <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ὀρφανία]] ή υποχωρητ. σχημ. <span style="color: red;"><</span> [[ορφανεύω]] με αναβιβασμό του τόνου [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ακριβός]]: [[ακρίβεια]], [[βοηθός]]: [[βοήθεια]], [[γυμνός]]: [[γύμνια]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρφᾰνία:''' ἡ (ὀρφᾰνός),<br /><b class="num">I.</b> [[ορφάνια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[στέρηση]], [[έλλειψη]] στεφάνων, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A orphanhood, Lys.26.12, Pl.Lg.926e, al.: in pl., Id.Cri.45d. II bereavement, want of . ., στεφάνων Pi.I.8(7).7.
German (Pape)
[Seite 388] ἡ, das Waisesein. – Uebertr., μὴ ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων, Pind. I. 7, 6; Plat. Menex. 249 a Legg. V, 741 a u. öfter, u. Sp., wie Pol. 28, 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρφᾰνία: ἡ, ἡ κατάστ ασις τοῦ ὀρφανοῦ, Λυσ. 176. 22, Πλάτ. Νόμ. 926Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 45D. ΙΙ.στέρησις, ἔλλειψις ..., στεφάνων Πινδ. Ι. 8 (7). 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
situation d’orphelin.
Étymologie: ὀρφανός.
English (Slater)
ὀρφᾰνία
1 want μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων μήτε κάδεα θεράπευε (I. 8.6)
Greek Monolingual
και ορφανία και αρφάνια, η (Α ὀρφανία)
η στέρηση, λόγω θανάτου, του ενός ή και τών δύο γονέων
νεοελλ.
η στέρηση του προστάτη κάποιου
αρχ.
έλλειψη, στέρηση («ὀρφανία στεφάνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρφανία < ὀρφανός. Ο τ. ορφάνια < αρχ. ὀρφανία ή υποχωρητ. σχημ. < ορφανεύω με αναβιβασμό του τόνου κατά το σχήμα ακριβός: ακρίβεια, βοηθός: βοήθεια, γυμνός: γύμνια].
Greek Monotonic
ὀρφᾰνία: ἡ (ὀρφᾰνός),
I. ορφάνια, σε Πλάτ.
II. στέρηση, έλλειψη στεφάνων, σε Πίνδ.