παραδοτός: Difference between revisions

From LSJ
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παραδίδωμι]]<br />αυτός που μπορεί να διδαχθεί.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παραδίδωμι]]<br />αυτός που μπορεί να διδαχθεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραδοτός:''' -ή, -όν, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, να παραδοθεί, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδοτός Medium diacritics: παραδοτός Low diacritics: παραδοτός Capitals: ΠΑΡΑΔΟΤΟΣ
Transliteration A: paradotós Transliteration B: paradotos Transliteration C: paradotos Beta Code: paradoto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of being taught, Pl.Men.93b, Phld.Rh.1.369 S., D.L.4.12.

German (Pape)

[Seite 477] zu überliefern, zu lehren; Plat. Men. 93 b; D. L. 4, 12.

Greek (Liddell-Scott)

παραδοτός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ παραδοθῇ, διδακτός, Πλάτ. Μένων 93Β, Διογ. Λ. 4. 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 transmis, enseigné;
2 qu’on peut transmettre ou enseigner.
Étymologie: παραδίδωμι.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παραδίδωμι
αυτός που μπορεί να διδαχθεί.

Greek Monotonic

παραδοτός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, να παραδοθεί, σε Πλάτ.