παρασπονδέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> violer un traité, une convention;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> violer <i>ou</i> trahir au mépris de la foi jurée : τινα qqn ; [[τι]] violer une parole, un traité ; [[οἱ]] παρεσπονδημένοι PLUT ceux qui sont victimes d’une violation de la foi jurée.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σπονδή]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> violer un traité, une convention;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> violer <i>ou</i> trahir au mépris de la foi jurée : τινα qqn ; [[τι]] violer une parole, un traité ; [[οἱ]] παρεσπονδημένοι PLUT ceux qui sont victimes d’une violation de la foi jurée.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σπονδή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρασπονδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ενεργώ]] αντίθετα προς μια [[συμμαχία]] ή [[συμφωνία]], [[σπάω]] [[συμφωνία]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[παραβαίνω]] την [[πίστη]] μου σε κάποιον, σε Πολύβ. — Παθ., [[πάσχω]], μαστίζομαι από [[παραβίαση]] εμπιστοσύνης ή [[αθέτηση]] υπόσχεσης, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασπονδέω Medium diacritics: παρασπονδέω Low diacritics: παρασπονδέω Capitals: ΠΑΡΑΣΠΟΝΔΕΩ
Transliteration A: paraspondéō Transliteration B: paraspondeō Transliteration C: paraspondeo Beta Code: parasponde/w

English (LSJ)

   A break a compact or treaty, D.7.36, 18.71, Onos.37.3 ; εἴς τινα D.H.2.72.    II trans.,    1 π. τινάς break faith with them, Plb.1.7.8, cf. Plu.Sull.3 ; τοὺς παρεσπονδηκότας τὰς πόλεις IG 22.687.32 :—Pass., suffer by a breach of faith, Plb.3.15.7, J. BJ1.19.4 ; ὑπό τινος Id.Vit.59.    2 π. πίστεις, δεξιάς, violate pledges, etc., D.H.6.30, 7.46.

German (Pape)

[Seite 499] gegen das Bündniß od. den Vertrag handeln; ἠδίκει καὶ παρεσπόνδει καὶ ἔλυε τὴν εἰρήνην, Dem. 18, 71; Sp., εἴς τινα, D. Hal. 2, 98. u. τινά, Jemanden durch Bundbrüchigkeit verletzen, gegen ihn den Bund brechen, Pol. 1, 7, 8; Plut. Sull. 3; auch πίστεις, δεξιάς, D. Hal. 6, 30. 7, 46; auch pass., παρεσπονδημένοι Pol. 3, 15, 7, u. öfter, wie D. Hal. 6, 80; Plut. Timol. 30 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρασπονδέω: εἶμαι παράσπονδος, τὰς σπονδὰς καὶ συνθήκας παραβαίνω, Δημ. 85. 22., 248. 20· εἴς τινα Διον. Ἁλ. 2. 98. ΙΙ. μεταβ., 1) π. τινα, παραβαίνω τὴν ὀφειλομένην εἴς τινα πίστιν, παρεσπόνδησαν τοὺς Ρηγίνους Πολύβ. 1. 7, 8· παρασπονδῆσαι τὸν ἕτερον Πλουτ. Σύλλ. 3. - Παθ., οὕς οὐ περιόψεσθαι παρεσπονδημένους Πολύβ. 3. 15, 7, κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρεσπονδημένοι· ἔκθεσμοι, παρηνομημένοι». 2) παρασπονδῶ πίστεις, δεξιάς, παραβαίνω ὑποσχέσεις μεθ’ ὅρκων γενομένας, κλ., Διον. Ἁλ. 6. 30., 7. 46.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 intr. violer un traité, une convention;
2 tr. violer ou trahir au mépris de la foi jurée : τινα qqn ; τι violer une parole, un traité ; οἱ παρεσπονδημένοι PLUT ceux qui sont victimes d’une violation de la foi jurée.
Étymologie: παρά, σπονδή.

Greek Monotonic

παρασπονδέω: μέλ. -ήσω·
I. ενεργώ αντίθετα προς μια συμμαχία ή συμφωνία, σπάω συμφωνία, σε Δημ.
II. μτβ., παραβαίνω την πίστη μου σε κάποιον, σε Πολύβ. — Παθ., πάσχω, μαστίζομαι από παραβίαση εμπιστοσύνης ή αθέτηση υπόσχεσης, στον ίδ.