παραλλάξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (με τροπ. σημ.)<br /><b>1.</b> διαδοχικά, [[εναλλάξ]]<br /><b>2.</b> [[πλευρό]] με [[πλευρό]], παραπλεύρως<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «παραλλὰξ [[εἰμί]]»<br />(για δρόμους, αγωγούς, πόρους <b>κ.λπ.</b>) [[ξεκινώ]] από αντίθετο [[σημείο]] [[προς]] ένα [[άλλο]] και κατευθύνομαι [[προς]] αυτό [[χωρίς]] να συναντώμαι [[μαζί]] του, [[παρεκκλίνω]], [[αποκλίνω]] («ἐν τῇ γῇ [[παραλλάξ]] εἰσι οἱ πόροι», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> επίρρ. <i>ἀλάξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλλάσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αμφ</i>-[[αλλάξ]]].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (με τροπ. σημ.)<br /><b>1.</b> διαδοχικά, [[εναλλάξ]]<br /><b>2.</b> [[πλευρό]] με [[πλευρό]], παραπλεύρως<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «παραλλὰξ [[εἰμί]]»<br />(για δρόμους, αγωγούς, πόρους <b>κ.λπ.</b>) [[ξεκινώ]] από αντίθετο [[σημείο]] [[προς]] ένα [[άλλο]] και κατευθύνομαι [[προς]] αυτό [[χωρίς]] να συναντώμαι [[μαζί]] του, [[παρεκκλίνω]], [[αποκλίνω]] («ἐν τῇ γῇ [[παραλλάξ]] εἰσι οἱ πόροι», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> επίρρ. <i>ἀλάξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλλάσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αμφ</i>-[[αλλάξ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραλλάξ:''' επίρρ.,<br /><b class="num">1.</b> εναλλακτικά, Λατ. vicissium, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> σε διαδοχικές σειρές, Λατ. ad quincuncem dispositi, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλλάξ Medium diacritics: παραλλάξ Low diacritics: παραλλάξ Capitals: ΠΑΡΑΛΛΑΞ
Transliteration A: paralláx Transliteration B: parallax Transliteration C: parallaks Beta Code: paralla/c

English (LSJ)

Adv.

   A alternately, in turn, S.Aj.1087 ; ἀνάπαλιν καὶ π. Ti.Locr.95c; [ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν] π. Arist.Resp.471a11 ; τῶν ἀετῶν θάτερον τῶν ἐκγόνων ἁλιαίετος γίνεται π. Id.Mir.835a1 ; of the production of leaves, Thphr.HP6.2.8.    2 in alternating rows, νῆσοι . . π. καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι Th.2.102.    II π. εἶναι, = παραλλάσσειν 11.1, ἐν τῇ γ π. εἰσιν οἱ πόροι Arist.Mete.385b25.    III side by side, Hermog.Meth.5.

German (Pape)

[Seite 487] abwechselnd; ἕρπει παρ. ταῦτα, Soph. Ai. 1066, Schol. κατὰ διαδοχήν; – πάλιν καὶ παρ. vrbdt Tim. Locr. 95 c; Sp.; schräg neben einander, νῆσοι παρ. κείμεναι im Ggstz von κατὰ στοῖχον, also nicht in gerader Linie, Thuc. 2, 102.

Greek (Liddell-Scott)

παραλλάξ: Ἐπίρρ., ἐναλλάξ, vicissim, ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα Σοφ. Αἴ. 1087, Τιμ. Λοκρ. 95C· ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν π. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 2, 4· τῶν ἀετῶν θἄτερον τῶν ἐκγόνων ἁλιαίετος γίνεται π. ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 60· πρβλ. ἐναλλάξ. 2) νῆσοι .. παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι, δηλ. οὕτω . · . · . · . · καὶ οὐχὶ οὕτως : : : :, Θουκ. 2. 102. ΙΙ. π. εἶναι = παραλλάσσειν ΙΙ. 1, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
irrégulièrement (par opposition à « en alignement »), pêle-mêle.
Étymologie: παραλλάσσω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (με τροπ. σημ.)
1. διαδοχικά, εναλλάξ
2. πλευρό με πλευρό, παραπλεύρως
3. φρ. «παραλλὰξ εἰμί»
(για δρόμους, αγωγούς, πόρους κ.λπ.) ξεκινώ από αντίθετο σημείο προς ένα άλλο και κατευθύνομαι προς αυτό χωρίς να συναντώμαι μαζί του, παρεκκλίνω, αποκλίνω («ἐν τῇ γῇ παραλλάξ εἰσι οἱ πόροι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + επίρρ. ἀλάξ (< ἀλλάσσω), πρβλ. αμφ-αλλάξ].

Greek Monotonic

παραλλάξ: επίρρ.,
1. εναλλακτικά, Λατ. vicissium, σε Σοφ.
2. σε διαδοχικές σειρές, Λατ. ad quincuncem dispositi, σε Θουκ.