περιηγητής: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(32) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ, και θηλ. περιηγήτρια Ν [[περιηγούμαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ταξιδεύει σε διάφορα μέρη για να επισκεφθεί τα αξιοθέατα και να γνωρίσει τον τρόπο ζωής τών κατοίκων τους, ο [[τουρίστας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί τους ξένους στα διάφορα [[σημεία]] ενός χώρου ή ενός τόπου και τους δείχνει τα αξιοθέατα, ο [[ξεναγός]]<br /><b>2.</b> [[συγγραφέας]] γεωγραφικής περιγραφής. | |mltxt=ο, ΝΑ, και θηλ. περιηγήτρια Ν [[περιηγούμαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ταξιδεύει σε διάφορα μέρη για να επισκεφθεί τα αξιοθέατα και να γνωρίσει τον τρόπο ζωής τών κατοίκων τους, ο [[τουρίστας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί τους ξένους στα διάφορα [[σημεία]] ενός χώρου ή ενός τόπου και τους δείχνει τα αξιοθέατα, ο [[ξεναγός]]<br /><b>2.</b> [[συγγραφέας]] γεωγραφικής περιγραφής. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιηγητής:''' -οῦ, ὁ ([[περιηγέομαι]]), αυτός που οδηγεί τους ξένους [[τριγύρω]] και τους παρουσιάζει τα αξιοθέατα, [[ξεναγός]], παρουσιαστής, σε Λουκ.· αυτός που περιγράφει γεωγραφικές λεπτομέρειες, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who guides strangers, cicerone, π. καὶ ἀρχιατρός IG4.723 (Hermione), cf.3.1335, Plu.2.675e, Luc.VH2.31; at Delphi, Plu.2.395a (pl.), etc.; ὁ π. τῆς εἰκόνος the man who explains it, Luc.Cal.5. II author of geographical descriptions, as Dionysius ὁ περιηγητής; also of Polemo, Ath.5.210a, cf. Plu. Them. 32.
German (Pape)
[Seite 576] ὁ, der Herumführende, bes. der Fremde herumführt, ihnen die Merkwürdigkeiten des Ortes zeigt, Plut. de Pyth. or. 2 u. öfter. Daher der Erzähler, bes. der die Merkwürdigkeiten der Völker und Länder beschreibt, wie Διονύσιος ὁ περιηγητής, Sp., Luc. V. H. 2, 31 Calumn. 5.
Greek (Liddell-Scott)
περιηγητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὁδηγῶν τοὺς ξένους καὶ δεικνύων εἰς αὐτοὺς τὰ ἄξια θέας, ξεναγός, Συλλ. Ἐπιγρ. 1228, Πλούτ. 2. 675D· ἐν Δελφοῖς = ἐξηγητής, ὁ αὐτ. 395Α, 396C, κτλ.· ὁ π. τῆς εἰκόνος, ὁ ἑρμηνεύων αὐτήν, Λουκ. περὶ Διαβολ. 5· ὁ διὰ βίου π., ὁ ὁδηγός τινος δι’ ὅλης τῆς ζωῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 2. ΙΙ. ὁ περιγράφων γεωγραφικῶς τὰ καθέκαστα, οἷον Διονύσιος ὁ περιηγητής, πρβλ. Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 31, Ἀθήν. 210Α, κτλ.· ἴδε περιήγησις ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui conduit autour :
1 guide;
2 qui décrit en détail ; qui explique, gén..
Étymologie: περιηγέομαι.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και θηλ. περιηγήτρια Ν περιηγούμαι
νεοελλ.
αυτός που ταξιδεύει σε διάφορα μέρη για να επισκεφθεί τα αξιοθέατα και να γνωρίσει τον τρόπο ζωής τών κατοίκων τους, ο τουρίστας
αρχ.
1. αυτός που οδηγεί τους ξένους στα διάφορα σημεία ενός χώρου ή ενός τόπου και τους δείχνει τα αξιοθέατα, ο ξεναγός
2. συγγραφέας γεωγραφικής περιγραφής.
Greek Monotonic
περιηγητής: -οῦ, ὁ (περιηγέομαι), αυτός που οδηγεί τους ξένους τριγύρω και τους παρουσιάζει τα αξιοθέατα, ξεναγός, παρουσιαστής, σε Λουκ.· αυτός που περιγράφει γεωγραφικές λεπτομέρειες, στον ίδ.