περιηγέομαι
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
English (LSJ)
Dor. περιαγέομαι, fut. περιηγήσομαι Men.Her.Fr.9:—
A lead round, περιηγησάμενοι τὸ ὄρος τοῖσι Πέρσῃσι show them the way round the mountain, Hdt.7.214: abs., IG9(1).689(Corc.), Delph.3(1).362i16.
2 abs., explain, describe, Luc.Cont.1, D Mort.20.1.
3 Pass., to be made to revolve, Philol.[21].
II draw in outline, describe in general terms, συμπληροῦν τὸ περιηγηθέν (used in pass. sense), Pl.Lg.770b.—Act. only περιήγει· ἐζωγράφει, Hsch.
German (Pape)
[Seite 576] dep. med., um Etwas herumführen, τινὶ τὸ οὖρος, Einem den Weg ums Gebirge zeigen, ihn ums Gebirge führen, Her. 7, 214; herumführen und dabei Alles erklären, beschreiben, περιήγησαι τὰ ἐν τῷ βίῳ ἅπαντα, Luc. Cent. 1; Mort. D. 20, 1; bei Plat. Lgg. VI, 770 b im Umrisse andeuten, συμπληροῦν τὸ περιηγηθέν. – Hesych. hat auch vom act. περιήγει, was er ἐζωγράφει erklärt.
French (Bailly abrégé)
περιηγοῦμαι;
mener autour : τινί τι faire faire à qqn le tour de qch ; fig. faire voir en détail, acc..
Étymologie: περί, ἡγέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ηγέομαι, aor. pass. περιηγήθην rondom... leiden, voorgaan rond, met dat. en acc.:; περιηγησάμενοι τὸ ὄρος τοῖς Πέρσῃσι die de Perzen rond de berg hadden gegidst Hdt. 7.214.1; rondleiden langs, met acc.: περιήγησαι δὲ τὰ ἐν τῷ βίῳ ἅπαντα leid (mij) rond langs alle dingen des levens Luc. 26.1. de contouren aangeven, schetsen:. τοῦτο δὲ δεήσει συμπληροῦν ὑμᾶς τὸ περιηγηθέν en deze schets zullen jullie verder moeten invullen Plat. Lg. 770b.
Russian (Dvoretsky)
περιηγέομαι:
1 водить кругом, обводить: π. τινι τὸ οὖρος Her. обвести кого-л. вокруг горы;
2 описывать (τὰ ἅπαντα Luc.): τὸ περιηγηθέν Plat. очерк, эскиз.
Greek Monotonic
περιηγέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ.,
1. οδηγώ τριγύρω, περιηγέομαι τινι τὸ οὖρος, δείχνω σε κάποιον το δρόμο γύρω από το βουνό, σε Ηρόδ.
2. εξηγώ, περιγράφω, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
περιηγέομαι: μέλλ. -ήσομαι, άποθ., ὁδηγῶ πέριξ, ὁλόγυρα, περιηγησάμενοι τὸ οὖρος Πέρσῃσι = ἡγησάμενοι Πέρσῃσι περὶ τὸ οὖρος, δηλ. ὁδηγήσαντες αὐτοὺς περὶ τὸ ὄρος, Ἡρόδ. 7. 214. 2) ἀπολ., δεικνύω τι εἴς τινα καὶ περιγράφω αὐτό, περιήγησαί μοι τὰ ἐν βίῳ ἅπαντα Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 1, Νεκρ. Διάλ. 20. 1· πρβλ. περιήγησις, περιηγητής. ΙΙ. περιγράφω γενικῶς, καθόλου, συμπληροῦν τὸ περιηγηθὲν (ἐν χρήσει ἐπὶ παθητ. ἐννοίας) Πλάτ. Νόμ. 770Β. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 262.
Middle Liddell
fut. ήσομαι
Dep.:
1. to lead round, π. τινι τὸ οὖρος to show one the way round the mountain, Hdt.
2. to explain, describe, Luc.