περίτροχος: Difference between revisions
(32) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[περίτροχος]], -ον, ΝΜΑ [[περιτρέχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[περίτροχο]]<br />[[σύσκευο]] από [[σχοινί]] με κόμπους που χρησιμοποιείται για την [[ανολκή]] του σχοινιού ή της αλυσίδας της άγκυρας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κυκλοτερής]], [[σφαιρικός]] (α. «ἐν δὲ μετώπῳ [[λευκόν]] σῆμ' ἐτέτυκτο περίτροχον [[ἠύτε]] [[μήνη]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «περίτροχον [[φέγγος]] Ἠελίου», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περίτροχα κείρομαι» — [[κόβω]] τα μαλλιά στο [[κάτω]] [[μέρος]] [[γύρω]] [[γύρω]]. | |mltxt=-η, -ο / [[περίτροχος]], -ον, ΝΜΑ [[περιτρέχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[περίτροχο]]<br />[[σύσκευο]] από [[σχοινί]] με κόμπους που χρησιμοποιείται για την [[ανολκή]] του σχοινιού ή της αλυσίδας της άγκυρας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κυκλοτερής]], [[σφαιρικός]] (α. «ἐν δὲ μετώπῳ [[λευκόν]] σῆμ' ἐτέτυκτο περίτροχον [[ἠύτε]] [[μήνη]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «περίτροχον [[φέγγος]] Ἠελίου», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περίτροχα κείρομαι» — [[κόβω]] τα μαλλιά στο [[κάτω]] [[μέρος]] [[γύρω]] [[γύρω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περίτροχος:''' -ον, [[κυκλικός]], [[στρογγυλός]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον
A circular, of a star in a horse's forehead, π. ἠΰτε μήνη Il.23.455 ; of the sun or moon, A.R.3.1229, Tryph.518 ; of a hat, Call.Fr.124 ; of a round lake, π. ὕδασι λίμνη D.P.987. II neut.pl.as Adv., = περιτρόχαλα, περίτροχα κείρεσθαι Agath.1.3.
German (Pape)
[Seite 597] herumlaufend, daher rund, Il. 23, 455.
Greek (Liddell-Scott)
περίτροχος: -ον, κυκλοτερής, στρογγύλος, περιφερής, ἐπὶ σεληνοειδοῦς σήματος ἐπὶ τοῦ μετώπου ἵππου, Ἰλ. Ψ. 455· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1229, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-.) 518· ἐπὶ πίλου, Καλλ. Ἀποσπ. 124. ΙΙ. παθ., περίτροχος ὕδασι λίμνη, «κυκλοτερὴς τοῖς ὕδασι» (παράφρασ.), Διον. Π. 987.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tourne tout autour ; circulaire, rond.
Étymologie: περιτρέχω.
English (Autenrieth)
round, Il. 23.455†.
Greek Monolingual
-η, -ο / περίτροχος, -ον, ΝΜΑ περιτρέχω
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το περίτροχο
σύσκευο από σχοινί με κόμπους που χρησιμοποιείται για την ανολκή του σχοινιού ή της αλυσίδας της άγκυρας
μσν.-αρχ.
1. κυκλοτερής, σφαιρικός (α. «ἐν δὲ μετώπῳ λευκόν σῆμ' ἐτέτυκτο περίτροχον ἠύτε μήνη», Ομ. Ιλ.
β. «περίτροχον φέγγος Ἠελίου», Απολλ. Ρόδ.)
2. φρ. «περίτροχα κείρομαι» — κόβω τα μαλλιά στο κάτω μέρος γύρω γύρω.
Greek Monotonic
περίτροχος: -ον, κυκλικός, στρογγυλός, σε Ομήρ. Ιλ.