πλαγίαυλος: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>μουσ.</b> [[λόγια]] [[ονομασία]] του φλάουτου, ξύλινου πνευστού οργάνου σε [[σχήμα]] αυλού, το οποίο έχει την [[προστομίδα]] πλαγίως στο [[επάνω]] [[άκρο]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάγιος]] <span style="color: red;">+</span> [[αὐλός]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>μουσ.</b> [[λόγια]] [[ονομασία]] του φλάουτου, ξύλινου πνευστού οργάνου σε [[σχήμα]] αυλού, το οποίο έχει την [[προστομίδα]] πλαγίως στο [[επάνω]] [[άκρο]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάγιος]] <span style="color: red;">+</span> [[αὐλός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλᾰγίαυλος:''' ὁ, [[πλάγιος]] [[αυλός]] αντίθ. προς το [[κλαρίνο]], σε Θεόκρ., Βίωνα. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A cross-flute, opp. flûte-à-bec, Theoc. 20.29, Bion Fr.7, etc.; cf. πλάγιος.
German (Pape)
[Seite 623] ὁ, die Querflöte, Erfindung des Pan; Theocr. 20, 29; Bion 3, 7; Philodem. 22 (XI, 34); Ael. H. A. 6, 19; vgl. Arist. H. A. 2, 12 u. Ath. IV, 175 e; sonst πλάγιος αὐλός. – Als adj. die Querflöte spielend (?).
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰγίαυλος: ὁ, πλάγιος αὐλός, ὁ παιζόμενος πλαγίως ὡς τὸ νῦν «φλάουτον», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ὄρθιον τὸν μετὰ γλωττίδος ὡς τὸ νῦν «κλαρινέτον», Θεόκρ. 20. 29, Βίων 3. 7, κτλ.· ἀλλαχοῦ πλάγιος αὐλός.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
flûte traversière.
Étymologie: πλάγιος, αὐλός.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
μουσ. λόγια ονομασία του φλάουτου, ξύλινου πνευστού οργάνου σε σχήμα αυλού, το οποίο έχει την προστομίδα πλαγίως στο επάνω άκρο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + αὐλός.
Greek Monotonic
πλᾰγίαυλος: ὁ, πλάγιος αυλός αντίθ. προς το κλαρίνο, σε Θεόκρ., Βίωνα.