πλεονέκτημα: Difference between revisions
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το ΝΜΑ [[πλεονεκτώ]]·1. το να πλεονεκτεί [[κάποιος]] ή [[κάτι]], όφελος, [[κέρδος]] (α. «η πρότασή του παρουσιάζει πλεονεκτήματα» β. «τῆς πυλαίας δ' ἐπεθύμουν καὶ τῶν ἐν Δελφοῑς, πλεονεκτημάτων δυοῑν...», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσόν]], [[υπεροχή]] ως [[προς]] κάποιο [[σημείο]], [[έναντι]] άλλου ή άλλων (α. «έχει το [[πλεονέκτημα]] του ύψους» β. «πλεονεκτήματα σωματικά», Ιουλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «απόλυτο [[πλεονέκτημα]]» η [[ικανότητα]] παραγωγού ή επιχείρησης να προσφέρει [[αγαθό]] ή [[υπηρεσία]] σε [[κόστος]] χαμηλότερο από έναν ανταγωνιστή<br />β) «συγκριτικό [[πλεονέκτημα]]» — η [[ικανότητα]] προσφοράς αγαθού ή υπηρεσίας φθηνότερων από άλλα [[αγαθά]] ή υπηρεσίες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το να [[είναι]] [[κανείς]] [[πλεονέκτης]], να διεκδικεί περισσότερα από όσα δικαιούται, η [[πλεονεξία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] με την οποία βρίσκεται [[κανείς]] σε ισχυρότερη [[θέση]] από έναν άλλον, το [[τέχνασμα]] («δίκαια οὐκ ἦν ἀλλὰ πλεονεκτήματα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κακία]], [[πονηρία]]. | |mltxt=το ΝΜΑ [[πλεονεκτώ]]·1. το να πλεονεκτεί [[κάποιος]] ή [[κάτι]], όφελος, [[κέρδος]] (α. «η πρότασή του παρουσιάζει πλεονεκτήματα» β. «τῆς πυλαίας δ' ἐπεθύμουν καὶ τῶν ἐν Δελφοῑς, πλεονεκτημάτων δυοῑν...», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσόν]], [[υπεροχή]] ως [[προς]] κάποιο [[σημείο]], [[έναντι]] άλλου ή άλλων (α. «έχει το [[πλεονέκτημα]] του ύψους» β. «πλεονεκτήματα σωματικά», Ιουλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «απόλυτο [[πλεονέκτημα]]» η [[ικανότητα]] παραγωγού ή επιχείρησης να προσφέρει [[αγαθό]] ή [[υπηρεσία]] σε [[κόστος]] χαμηλότερο από έναν ανταγωνιστή<br />β) «συγκριτικό [[πλεονέκτημα]]» — η [[ικανότητα]] προσφοράς αγαθού ή υπηρεσίας φθηνότερων από άλλα [[αγαθά]] ή υπηρεσίες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το να [[είναι]] [[κανείς]] [[πλεονέκτης]], να διεκδικεί περισσότερα από όσα δικαιούται, η [[πλεονεξία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] με την οποία βρίσκεται [[κανείς]] σε ισχυρότερη [[θέση]] από έναν άλλον, το [[τέχνασμα]] («δίκαια οὐκ ἦν ἀλλὰ πλεονεκτήματα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κακία]], [[πονηρία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλεονέκτημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[πλεονέκτημα]], [[απόκτημα]], [[προνόμιο]], σε Πλάτ., Δημ.· στον πληθ., αποκτήματα, επιτυχίες, προνόμια, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[πράξη]] απάτης, ιδιοτελές [[τέχνασμα]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A advantage, gain, Pl.Lg.709c, D.5.23 (pl.), 18.60, etc.: pl., gains, successes, Gorg.Pal.30; ἐν τοῖς πολέμοις X.Eq.Mag.5.11; τὰ τοῦ στρατηγοῦντος π. Chor.p.35 B.; advantages, SIG888.133 (Scaptopara, iii A. D.); excellences, virtues, Zos.4.54: so in sg., superiority, superior quality, τῆς αἰτίας Diog.Oen.39; τῆς φωνῆς Eun.Hist.p.246 D.; π. σωματικά Jul.Or.6.194c, cf. Chor.p.209 B.: metaph., τὸ κατ' εὐθεῖαν ἐκ τῶν ἐναντίων π. Dam.Pr.350. II act of overreaching, undue gain, D.21.60, 50.38, Ep.5.3, Arist.Pol.1311a5; = vitium, Gloss.
German (Pape)
[Seite 630] τό, 1) Vortheil, Gewinn, Vorzug; μέγα πλ. ἂν θείην, Plat. Legg. IV, 709 c; τὰ ἐν τοῖς πολέμοις πλεονεκτήματα, Xen. Hipp. 5, 11; πρὸς πόλεμον πολλὰ πλεονεκτήμαθ' ἡμῖν ὑπάρχει, Dem. 9, 52, wie πλεονέκτημα μέγα ὑπῆρξε Φιλίππῳ 18, 60, u. öfter. – 2) Alles, wodurch tman einen Andern übervortheilt, betrügt, ἃ δίκαια οὐκ ἦν, ἀλλὰ πλεονεκτήματα τούτου Dem. 50, 38, u. Sp.; vgl. Pol. 2, 38, 8.
Greek (Liddell-Scott)
πλεονέκτημα: τό, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Νόμ. 709C, Δημ. 63. 1., 245. 13, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι, ἐν τοῖς πολέμοις Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 11. ΙΙ. πρᾶξις ἀπάτης ἢ ἐξαπατήσεως, τέχνασμα ἔχον ἰδιοτελεῖς σκοπούς, Δημ. 533. 28., 1218, 29., 1490. 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 10.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
supériorité, avantage, ascendant, prééminence.
Étymologie: πλεονεκτέω.
Greek Monolingual
το ΝΜΑ πλεονεκτώ·1. το να πλεονεκτεί κάποιος ή κάτι, όφελος, κέρδος (α. «η πρότασή του παρουσιάζει πλεονεκτήματα» β. «τῆς πυλαίας δ' ἐπεθύμουν καὶ τῶν ἐν Δελφοῑς, πλεονεκτημάτων δυοῑν...», Δημοσθ.)
2. προσόν, υπεροχή ως προς κάποιο σημείο, έναντι άλλου ή άλλων (α. «έχει το πλεονέκτημα του ύψους» β. «πλεονεκτήματα σωματικά», Ιουλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «απόλυτο πλεονέκτημα» η ικανότητα παραγωγού ή επιχείρησης να προσφέρει αγαθό ή υπηρεσία σε κόστος χαμηλότερο από έναν ανταγωνιστή
β) «συγκριτικό πλεονέκτημα» — η ικανότητα προσφοράς αγαθού ή υπηρεσίας φθηνότερων από άλλα αγαθά ή υπηρεσίες
μσν.-αρχ.
το να είναι κανείς πλεονέκτης, να διεκδικεί περισσότερα από όσα δικαιούται, η πλεονεξία
αρχ.
1. η ενέργεια με την οποία βρίσκεται κανείς σε ισχυρότερη θέση από έναν άλλον, το τέχνασμα («δίκαια οὐκ ἦν ἀλλὰ πλεονεκτήματα», Δημοσθ.)
2. κακία, πονηρία.
Greek Monotonic
πλεονέκτημα: -ατος, τό,
I. πλεονέκτημα, απόκτημα, προνόμιο, σε Πλάτ., Δημ.· στον πληθ., αποκτήματα, επιτυχίες, προνόμια, σε Ξεν.
II. πράξη απάτης, ιδιοτελές τέχνασμα, σε Δημ.