πλανόδιος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(32)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[πλανόδιος]], -ία, -ον, ΝΑ, ιων. τ. [[πληνόδιος]], Α<br />αυτός που αποφεύγει τον [[κυρίως]] δρόμο και πορεύεται από [[στενά]], από μονοπάτια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιφέρεται στους δρόμους, που περιπλανιέται («[[πλανόδιος]] [[πωλητής]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πλανόδιο [[εμπόριο]]» — το [[εμπόριο]] που διεξάγεται από εμπόρους, αντιπροσώπους, οι οποίοι μετακινούνται από [[περιοχή]] σε [[περιοχή]] για την [[εξασφάλιση]] της πελατείας<br />β) «πλανόδιοι επιτηδευματίες» — [[κατηγορία]] μικροεπιτηδευματιών που ασκούν το επάγγελμἀ τους γυρίζοντας από [[περιοχή]] σε [[περιοχή]] ή στο ύπαιθρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὁδός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εισ</i>-<i>όδ</i>-<i>ιος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / [[πλανόδιος]], -ία, -ον, ΝΑ, ιων. τ. [[πληνόδιος]], Α<br />αυτός που αποφεύγει τον [[κυρίως]] δρόμο και πορεύεται από [[στενά]], από μονοπάτια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιφέρεται στους δρόμους, που περιπλανιέται («[[πλανόδιος]] [[πωλητής]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πλανόδιο [[εμπόριο]]» — το [[εμπόριο]] που διεξάγεται από εμπόρους, αντιπροσώπους, οι οποίοι μετακινούνται από [[περιοχή]] σε [[περιοχή]] για την [[εξασφάλιση]] της πελατείας<br />β) «πλανόδιοι επιτηδευματίες» — [[κατηγορία]] μικροεπιτηδευματιών που ασκούν το επάγγελμἀ τους γυρίζοντας από [[περιοχή]] σε [[περιοχή]] ή στο ύπαιθρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὁδός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εισ</i>-<i>όδ</i>-<i>ιος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλανόδιος:''' -α, -ον, αυτός που βαδίζει σε μονοπάτια, περιπλανώμενος, σε Ομηρ. Ύμν. (<i>ᾱ</i> [[χάριν]] μέτρου).
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλανόδιος Medium diacritics: πλανόδιος Low diacritics: πλανόδιος Capitals: ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ
Transliteration A: planódios Transliteration B: planodios Transliteration C: planodios Beta Code: plano/dios

English (LSJ)

α, ον,

   A going by by-paths, wandering, h.Merc.75 [πλᾱ-, metri gr.]; cf. πληνοδία.

Greek (Liddell-Scott)

πλανόδιος: -α, -ον, ὁ πορευόμενος δι’ ἀτραπῶν, ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ, ὁ περιπλανώμενος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 75 (ἔνθα πλανοδίας) [[[ἔνθα]] πλᾱ-, χάριν τοῦ μέτρου]: ― παρ’ Ἡσυχ., «πληνοδίᾳ... τῇ πεπλανημένῃ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va par les chemins de traverse.
Étymologie: πλάνος, ὁδός.

Greek Monolingual

-α, -ο / πλανόδιος, -ία, -ον, ΝΑ, ιων. τ. πληνόδιος, Α
αυτός που αποφεύγει τον κυρίως δρόμο και πορεύεται από στενά, από μονοπάτια
νεοελλ.
1. αυτός που περιφέρεται στους δρόμους, που περιπλανιέται («πλανόδιος πωλητής»)
2. φρ. α) «πλανόδιο εμπόριο» — το εμπόριο που διεξάγεται από εμπόρους, αντιπροσώπους, οι οποίοι μετακινούνται από περιοχή σε περιοχή για την εξασφάλιση της πελατείας
β) «πλανόδιοι επιτηδευματίες» — κατηγορία μικροεπιτηδευματιών που ασκούν το επάγγελμἀ τους γυρίζοντας από περιοχή σε περιοχή ή στο ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλανῶμαι + ὁδός + κατάλ. -ίος (πρβλ. εισ-όδ-ιος)].

Greek Monotonic

πλανόδιος: -α, -ον, αυτός που βαδίζει σε μονοπάτια, περιπλανώμενος, σε Ομηρ. Ύμν. ( χάριν μέτρου).