προμήτωρ: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ορος, ἡ, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[προμάτωρ]] Α<br /><b>1.</b> η πρώτη [[μητέρα]] μιας γενιάς (α. «η [[κοινή]] [[προμήτωρ]] του ανθρώπινου γένους, η Εύα» β. «[[Κύπρις]] ἅτ' εἶ γένους [[προμάτωρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[προγιαγιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως αρσ.) <i>ὁ [[προμήτωρ]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ ἐκ μητρὸς [[πάππος]]»<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Αθηνάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>μήτωρ</i>]. | |mltxt=-ορος, ἡ, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[προμάτωρ]] Α<br /><b>1.</b> η πρώτη [[μητέρα]] μιας γενιάς (α. «η [[κοινή]] [[προμήτωρ]] του ανθρώπινου γένους, η Εύα» β. «[[Κύπρις]] ἅτ' εἶ γένους [[προμάτωρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[προγιαγιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως αρσ.) <i>ὁ [[προμήτωρ]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ ἐκ μητρὸς [[πάππος]]»<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Αθηνάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>μήτωρ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προμήτωρ:''' Δωρ. -μάτωρ[ᾱ], -ορος, ἡ, η πρώτη [[μητέρα]] ενός γένους, όπως [[προπάτωρ]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. προμάτωρ, ορος, ἡ,
A first mother of a race, A.Th. 140 (lyr.), E.Ph.676 (lyr.), 828 (lyr.), Luc.Am.19. II masc., maternal grandfather, Hsch. III epith. of Athena, prob. in Them.Or.13.180a (voc. πρόματερ codd.).
German (Pape)
[Seite 734] ορος, ἡ, Vormutter, Stammmutter, Eur. Phoen. 681 u. Sp. S. προμάτωρ.
Greek (Liddell-Scott)
προμήτωρ: Δωρ. προμάτωρ, ορος, ἡ, πρώτη μήτηρ γένους, ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ προπάτωρ, Κύπρις, ἅτ’ εἶ γένους προμάτωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 140, Εὐρ. Φοίν. 676. 828.
French (Bailly abrégé)
ορος (ἡ) :
aïeule maternelle.
Étymologie: πρό, μήτηρ.
Greek Monolingual
-ορος, ἡ, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προμάτωρ Α
1. η πρώτη μητέρα μιας γενιάς (α. «η κοινή προμήτωρ του ανθρώπινου γένους, η Εύα» β. «Κύπρις ἅτ' εἶ γένους προμάτωρ», Αισχύλ.)
νεοελλ.
η προγιαγιά
αρχ.
1. (ως αρσ.) ὁ προμήτωρ
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐκ μητρὸς πάππος»
2. προσωνυμία της Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο-μήτωρ].
Greek Monotonic
προμήτωρ: Δωρ. -μάτωρ[ᾱ], -ορος, ἡ, η πρώτη μητέρα ενός γένους, όπως προπάτωρ, σε Αισχύλ., Ευρ.