προσεπισφραγίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπισφραγίζω]]<br />[[βεβαιώνω]] [[επίσης]] με τη [[σφραγίδα]] μου, [[επιβεβαιώνω]] [[κάτι]] επί [[πλέον]].
|mltxt=Α [[ἐπισφραγίζω]]<br />[[βεβαιώνω]] [[επίσης]] με τη [[σφραγίδα]] μου, [[επιβεβαιώνω]] [[κάτι]] επί [[πλέον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσεπισφρᾱγίζομαι:''' αποθ., [[βάζω]] [[επιπλέον]] τη [[σφραγίδα]] κάποιου σ' ένα [[πράγμα]], [[μαρτυρώ]] [[επιπλέον]], προεπισφραγίζομαί τι [[εἶναι]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

English (LSJ)

   A set one's seal to a thing besides, testify besides, τι εἶναι D.Ep.4.3; τι S.E.M.9.192, Aristid.Or.36(48).106.

German (Pape)

[Seite 761] noch dazu mit seinem Siegel bestätigen, übh. noch dazu bestätigen; προσεπισφραγιζόμενοι τὴν ἀγαθὴν τύχην ἐν τῇ πόλει εἶναι, Dem. ep. 4; S. Emp. adv. phys. 1, 192.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπισφρᾱγίζομαι: ἀποθ., ἐπισφραγίζω, ἐπιμαρτυρῶ προσέτι, τι εἶναι Δημ. 1487. 3, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 194, Ἀριστείδ. 2. 301.

French (Bailly abrégé)

ratifier de son sceau ; ratifier en gén.
Étymologie: πρός, ἐπισφραγίζω.

Greek Monolingual

Α ἐπισφραγίζω
βεβαιώνω επίσης με τη σφραγίδα μου, επιβεβαιώνω κάτι επί πλέον.

Greek Monotonic

προσεπισφρᾱγίζομαι: αποθ., βάζω επιπλέον τη σφραγίδα κάποιου σ' ένα πράγμα, μαρτυρώ επιπλέον, προεπισφραγίζομαί τι εἶναι, σε Δημ.