προσεξελίσσω: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εκτυλίσσω]], [[αναπτύσσω]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με στρατιώτες) [[διατάζω]] ελιγμό [[προς]] τα [[δεξιά]] ή τα αριστερά («μιᾷ κινήσει τὸ μὲν τῶν ὁπλιτῶν [[σύστημα]] λαμβάνει παρατάξεως διάθεσιν, ἐὰν μή ποτε προσεξελίξαι δέῃ τοὺς ἀστάτους», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξελίσσω]] «[[ξετυλίγω]], (για στρατό) [[εκτελώ]] στρατιωτικές ασκήσεις»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εκτυλίσσω]], [[αναπτύσσω]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με στρατιώτες) [[διατάζω]] ελιγμό [[προς]] τα [[δεξιά]] ή τα αριστερά («μιᾷ κινήσει τὸ μὲν τῶν ὁπλιτῶν [[σύστημα]] λαμβάνει παρατάξεως διάθεσιν, ἐὰν μή ποτε προσεξελίξαι δέῃ τοὺς ἀστάτους», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξελίσσω]] «[[ξετυλίγω]], (για στρατό) [[εκτελώ]] στρατιωτικές ασκήσεις»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσεξελίσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[εξελίσσω]] [[επιπλέον]]· λέγεται για στρατιώτες, [[επιτάσσω]], [[διατάζω]] αυτούς σε ημικυκλικό ελιγμό, σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεξελίσσω Medium diacritics: προσεξελίσσω Low diacritics: προσεξελίσσω Capitals: ΠΡΟΣΕΞΕΛΙΣΣΩ
Transliteration A: prosexelíssō Transliteration B: prosexelissō Transliteration C: prosekselisso Beta Code: proseceli/ssw

English (LSJ)

   A unrol besides: of soldiers, wheel them half-round, Plb.6.40.13.

German (Pape)

[Seite 760] noch dazu auseinander wickeln, entwickeln, ein taktischer Ausdruck, Pol. 6, 40, 13.

Greek (Liddell-Scott)

προσεξελίσσω: ἐξελίσσω προσέτι· ἐπὶ στρατιωτῶν, ἐπιτάσσω αὐτοῖς ἑλιγμὸν πρὸς δεξιὰ ἢ ἀριστερά, Πολύβ. 6. 40, 13.

French (Bailly abrégé)

développer en outre ; amener en outre par un mouvement tournant.
Étymologie: πρός, ἐξελίσσω.

Greek Monolingual

Α
1. εκτυλίσσω, αναπτύσσω επί πλέον
2. (σχετικά με στρατιώτες) διατάζω ελιγμό προς τα δεξιά ή τα αριστερά («μιᾷ κινήσει τὸ μὲν τῶν ὁπλιτῶν σύστημα λαμβάνει παρατάξεως διάθεσιν, ἐὰν μή ποτε προσεξελίξαι δέῃ τοὺς ἀστάτους», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐξελίσσω «ξετυλίγω, (για στρατό) εκτελώ στρατιωτικές ασκήσεις»].

Greek Monotonic

προσεξελίσσω: μέλ. -ξω, εξελίσσω επιπλέον· λέγεται για στρατιώτες, επιτάσσω, διατάζω αυτούς σε ημικυκλικό ελιγμό, σε Πολύβ.