προσποίημα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[προσποιοῡμαι]]<br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] παίρνει [[κανείς]] [[χωρίς]] να του ανήκει ή με ανάρμοστο τρόπο, ανάρμοστη [[ιδιοποίηση]]<br /><b>2.</b> [[απάτη]], [[εξαπάτηση]], [[προσποίηση]]<br /><b>3.</b> [[μεταμφίεση]], [[μεταμόρφωση]]<br /><b>4.</b> [[πρόσχημα]], [[πρόφαση]].
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[προσποιοῡμαι]]<br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] παίρνει [[κανείς]] [[χωρίς]] να του ανήκει ή με ανάρμοστο τρόπο, ανάρμοστη [[ιδιοποίηση]]<br /><b>2.</b> [[απάτη]], [[εξαπάτηση]], [[προσποίηση]]<br /><b>3.</b> [[μεταμφίεση]], [[μεταμόρφωση]]<br /><b>4.</b> [[πρόσχημα]], [[πρόφαση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσποίημα:''' -ατος, τό, [[προσποίηση]], [[πρόφαση]], [[αξίωση]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσποίημα Medium diacritics: προσποίημα Low diacritics: προσποίημα Capitals: ΠΡΟΣΠΟΙΗΜΑ
Transliteration A: prospoíēma Transliteration B: prospoiēma Transliteration C: prospoiima Beta Code: prospoi/hma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which one takes to oneself unduly, pretence, assumption of a thing, Arist. EN1127a20; τῆς καλοκἀγαθίας, δικαιοσύνης, Heraclid.Pont. ap. Ath.14.625a, Plu.2.858f.    2 deception, illusion, Epicur.Nat.11.7.    3 disguise, ἐν π. φίλων D.H.10.13, cf. App.BC3.64.

German (Pape)

[Seite 778] τό, das, was Einer sich beilegt, das Vorgeben, Arist. Eth. 4, 7 u. Folgde; falsche Angabe, Larve, D. Hal. 10, 13; D. Sic. 1, 57; καὶ παρακάλυμμα, Plut. Popl. 3.

Greek (Liddell-Scott)

προσποίημα: τό, ὅ,τι οἰκειοποιεῖταί τις οὐ προσηκόντως, πρόφασις, ἀξίωσις, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 7, 1, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 625Α. 2) προσωπεῖον, προσποίησις, Διον. Ἁλ. 10. 13, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 64, Πλούτ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce que l’on prend ou prélève pour soi;
2 affectation, faux-semblant, feinte.
Étymologie: προσποιέω.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α προσποιοῡμαι
1. οτιδήποτε παίρνει κανείς χωρίς να του ανήκει ή με ανάρμοστο τρόπο, ανάρμοστη ιδιοποίηση
2. απάτη, εξαπάτηση, προσποίηση
3. μεταμφίεση, μεταμόρφωση
4. πρόσχημα, πρόφαση.

Greek Monotonic

προσποίημα: -ατος, τό, προσποίηση, πρόφαση, αξίωση, σε Αριστ.