πυκιμηδής: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, και πυκιμήδης, -ίμηδες, Α<br />[[συνετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυκι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πυκνός]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μηδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήδεα]] <span style="color: red;"><</span> [[μήδομαι]] «[[σκέφτομαι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>θρασυ</i>-<i>μηδής</i>].
|mltxt=-ές, και πυκιμήδης, -ίμηδες, Α<br />[[συνετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυκι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πυκνός]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μηδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήδεα]] <span style="color: red;"><</span> [[μήδομαι]] «[[σκέφτομαι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>θρασυ</i>-<i>μηδής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῠκῐμηδής:''' -ές ([[πύκα]], [[μῆδος]]), αυτός που έχει συνετό και συγκροτημένο νου, [[έξυπνος]], [[σώφρων]], σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠκῐμηδής Medium diacritics: πυκιμηδής Low diacritics: πυκιμηδής Capitals: ΠΥΚΙΜΗΔΗΣ
Transliteration A: pykimēdḗs Transliteration B: pykimēdēs Transliteration C: pykimidis Beta Code: pukimhdh/s

English (LSJ)

ές, (πύκα, μῆδος)

   A of close or cautious mind, shrewd, Od. 1.438: also written parox. πυκιμήδης, h.Cer.153, Q.S.7.189.

German (Pape)

[Seite 815] ές, oder -μήδης betont, bedachtsames Sinnes; Od. 1, 438; H. h. Cer. 153; vgl. Lob. Phryn. 671.

English (Autenrieth)

ές (μῆδος): deep-counselled, Od. 1.438†.

Greek Monolingual

-ές, και πυκιμήδης, -ίμηδες, Α
συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκι- (βλ. λ. πυκνός) + -μηδής (< μήδεα < μήδομαι «σκέφτομαι»), πρβλ. θρασυ-μηδής].

Greek Monotonic

πῠκῐμηδής: -ές (πύκα, μῆδος), αυτός που έχει συνετό και συγκροτημένο νου, έξυπνος, σώφρων, σε Όμηρ.