ῥοικός: Difference between revisions
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
(36) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ῥοϊκός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥόος]] / <i>ῥοή</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ροή («ροϊκή [[ταχύτητα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρευστός]], [[ασταθής]], [[ασθενικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[διάρροια]].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -όν, Μ [[ῥόα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ροδιά]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ῥοϊκός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥόος]] / <i>ῥοή</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ροή («ροϊκή [[ταχύτητα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρευστός]], [[ασταθής]], [[ασθενικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[διάρροια]].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -όν, Μ [[ῥόα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ροδιά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥοικός:''' -ή, -όν, [[κυρτός]], [[καμπουριαστός]], [[καμπύλος]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A crooked, κορύνα, λαγωβόλον, Theoc.7.18,4.49; περὶ κνήμας ῥοικός bow-legged, Archil.58.4 (v.l. ῥαιβός, q.v.); ῥ. μηροί Hp. Mochl.22; τὸ ῥ. curvature of the leg, Arist.SE181b38.—Ion. word, acc. to EM242.2 (cod. Leid., where ῥυκός).
German (Pape)
[Seite 848] krumm, gebogen, gekrümmt, bes. mit einwärts gekrümmten Füßen; περὶ κνήμας, Archil. frg. 33; κορύνη, Theocr. 7, 18; Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοικός: -ή, -όν, ὡς τὸ ῥαιβός, καμπύλος, κορύνη Θεόκρ. 7. 18, πρβλ. 4. 49· περὶ κνήμας ῥοικός, ὁ ἔχων τὰς κνήμας κυρτὰς πρὸς τὰ ἔσω, Ἀρχίλ. 52 (διάφορος γραφὴ ῥαιβός, ὃ ἴδε)· ῥ. μηροὶ Ἱππ. Μοχλ. 853· τὸ ῥοικόν, κυρτότης τοῦ σκέλους, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 31, 3. ― Ἰωνικὴ λέξις κατὰ Γρηγόρ. Κορίνθου 554. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοικόν· σκολιόν, καμπύλον, σκαμβόν, ῥυσόν, ῥικνόν».
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
courbe, recourbé ; particul. cagneux.
Étymologie: cf. ῥικνός.
2ή, όν :
1 mou, débile ; fig. périssable, passager;
2 qui a le flux de ventre, la diarrhée.
Étymologie: ῥόος.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. στρεβλός, κυρτωμένος (α. «μηροὶ ῥοικοί», Ιπποκρ.
β. «περί κνήμας ῥοικός», Αρχίλ.)
2. καμπύλος («ῥοικάν... κορύναν», θεόκρ.)
3. το ουδ. ως ουσ.
τὸ ῥοικόν
η στρεβλότητα σκέλους, το να είναι παραμορφωμένο ένα σκέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ῥικνός.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό / ῥοϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ ῥόος / ῥοή]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ροή («ροϊκή ταχύτητα»)
αρχ.
1. ρευστός, ασταθής, ασθενικός
2. αυτός που πάσχει από διάρροια.———————— (II)
-ή, -όν, Μ ῥόα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ροδιά.
Greek Monotonic
ῥοικός: -ή, -όν, κυρτός, καμπουριαστός, καμπύλος, σε Θεόκρ.