ῥύαξ: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br /><b>1</b> torrent formé par les pluies;<br /><b>2</b> courant de lave <i>ou</i> de matières enflammées.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέω]].
|btext=ακος (ὁ) :<br /><b>1</b> torrent formé par les pluies;<br /><b>2</b> courant de lave <i>ou</i> de matières enflammées.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥύαξ:''' [ῠ],-ᾱκος, ὁ ([[ῥέω]]), ορμητικό [[ρεύμα]], [[χείμαρρος]], σε Θουκ.· ὁ [[ῥύαξ]] τοῦ [[πυρός]], λέγεται για [[ρεύμα]], [[ποτάμι]] λάβας, ὁ [[ῥύαξ]] τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥύαξ Medium diacritics: ῥύαξ Low diacritics: ρύαξ Capitals: ΡΥΑΞ
Transliteration A: rhýax Transliteration B: rhyax Transliteration C: ryaks Beta Code: r(u/ac

English (LSJ)

[ῠ], ᾱκος, ὁ, (ῥέω)

   A rushing stream, mountain torrent, Th.4.96, Dsc.3.51, prob. in OGI335.111 (Pergam., ii B.C.).    2 esp. stream of lava from a volcano, ὁ ῥ. τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης Th.3.116, cf. Pl. Phd.111e, 113b, Arist.Mir.833a17, Thphr.Lap.22; ὁ καλούμενος ῥ. D.S.14.59.    3 metaph., ῥ. ἀργύρου γενέσθαι Id.5.35.    4 of dolphins, etc., ἔχει οἷον ῥ. δύο ἐξ ὧν τὸ γάλα ῥεῖ two flow-holes, Arist. HA504b24.

German (Pape)

[Seite 850] ακος, ὁ, jeder hervorbrechende Quell, Strom; bes. der Feuerstrom, der sich aus feuerspeienden Bergen ergießt, Lavastrom, Heind. Plat. Phaed. 111 e 113 b; τοῦ πυρός, Thuc. 3, 116. 4, 96 u. Sp.; auch übertr., Arist. H. A. 2, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύαξ: -ᾱκος, ὁ, (ῥέω) ῥεῦμα ὁρμητικόν, ῥύαξ τῶν ὀρέων ἢ χείμαρρος ἐκ τῶν βροχῶν ἐξογκούμενος, Θουκ. 4. 96. 2) μάλιστα δὲ ῥεῦμα λάβας ἐκρέον ἐξ ἡφαιστείου, ὁ ῥ. τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης Θουκ. 3. 116, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 111Ε, 113Β, Ἀριστ. π. Θαυμ. 38, Θεοφρ. π. Λιθ. 22· ὁ καλούμενος ῥ. Διόδ. 14. 59· ῥ. τοῦ πυρὸς παρὰ Θουκ. 3. 116. 3) μεταφορ., ῥ ἀργύρου γενέσθαι Διόδ. 5. 35. 4) ἐπὶ τῶν μαστῶν τοῦ δελφῖνος, ὁ δελφίς ζῳοτοκεῖ, διὸ ἔχει μαστοὺς δύο... ἔχει δ’ οὐχ ὥσπερ τὰ τετράποδα ἐπιφανεῖς θηλάς, ἀλλ’ οἷον ῥύακας δύο, ἐξ ὧν τὸ γάλα ῥεῖ, δύο ὀπὰς πρὸς ἐκροήν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 13, 3.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
1 torrent formé par les pluies;
2 courant de lave ou de matières enflammées.
Étymologie: ῥέω.

Greek Monotonic

ῥύαξ: [ῠ],-ᾱκος, ὁ (ῥέω), ορμητικό ρεύμα, χείμαρρος, σε Θουκ.· ὁ ῥύαξ τοῦ πυρός, λέγεται για ρεύμα, ποτάμι λάβας, ὁ ῥύαξ τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης, στον ίδ.