σάγος: Difference between revisions
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
(36) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />υφασμάτινο [[κάλυμμα]] υποζυγίου, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται [[κάτω]] από το [[σαμάρι]] ή τη [[σέλα]] υποζυγίου, [[κασάς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χρωματιστός]] [[μάλλινος]] [[μανδύας]] τών Γαλατών<br /><b>2.</b> [[μανδύας]] τών Ισπανών<br /><b>3.</b> [[στρατιωτικός]] [[μανδύας]]<br /><b>4.</b> <b>πιθ.</b> μάλλινο [[κλινοσκέπασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>sagum</i> «[[είδος]] [[μανδύα]]», λ. πιθ. κελτικής προέλευσης]. | |mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />υφασμάτινο [[κάλυμμα]] υποζυγίου, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται [[κάτω]] από το [[σαμάρι]] ή τη [[σέλα]] υποζυγίου, [[κασάς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χρωματιστός]] [[μάλλινος]] [[μανδύας]] τών Γαλατών<br /><b>2.</b> [[μανδύας]] τών Ισπανών<br /><b>3.</b> [[στρατιωτικός]] [[μανδύας]]<br /><b>4.</b> <b>πιθ.</b> μάλλινο [[κλινοσκέπασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>sagum</i> «[[είδος]] [[μανδύα]]», λ. πιθ. κελτικής προέλευσης]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σάγος:''' [ᾰ], ὁ, χοντρός [[στρατιωτικός]] [[μανδύας]], [[πανωφόρι]], [[επενδύτης]] που φορούσαν οι Γαλάτες, σε Πολύβ. (πιθ. Γαλατική [[λέξη]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A coarse cloak, plaid, used by the Gauls, Plb.2.28.7, 2.30.1, D.S.5.30; by the Spaniards, App.Hisp.42; soldier's cloak, Lat. sagum, Plu.2.201c; σ. Ἀρσινοϊτικοί Peripl.M.Rubr.8; σ. Γαλλικός, Ἆφρος, Edict.Diocl.19.60,61; simply cloak or perh. blanket, POxy.1051.20 (iii A.D.); horse-cloth, Hippiatr.99 (so Lat. sagum, Cod.Theod.8.5.50, al.).
German (Pape)
[Seite 857] ὁ, ein grober Mantel, Soldatenmantel, sagum, Polyb. 2, 28, 7. 30, 1 u. öfter; das Wort soll gallisch od. celtiberisch sein. Vgl. aber σάγη, σάκος.
Greek (Liddell-Scott)
σάγος: [ᾰ], ὁ, χονδρὸς μανδύας, ἐπανωφόριον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Γαλάταις, τὰς ἀναξυρίδας ἔχοντες καὶ τοὺς εὐπετεῖς τῶν σάγων περὶ ἑαυτοὺς ἐξέταξαν Πολύβ. 2. 28, 7., 7. 30, 1, Διόδ. 5. 30· παρὰ τοῖς Ἱσπανοῖς, Ἀππ. Ἰβηρ. 42· μανδύας στρατιωτικός, Λατ. sagum, Πλούτ. 2, 201C.
(Λέγεται ὅτι εἶναι λέξις Γαλατικὴ ἢ Κελτιβηρική· ἀλλὰ φαίνεται συγγενὴς τοῖς σάγη, σάγμα, σάκος, σάκκος, σάττω. - Καθ’ Ἡσύχ.; «σάγος· μέρος τι τῆς πανοπλίας».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
saie ou sayon, casaque ; manteau de soldat en gén.
Étymologie: DELG emprunté au lat. sagus, sagum, qui l’a emprunté aux Gaulois ou aux Espagnols.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
μσν.
υφασμάτινο κάλυμμα υποζυγίου, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το σαμάρι ή τη σέλα υποζυγίου, κασάς
αρχ.
1. χρωματιστός μάλλινος μανδύας τών Γαλατών
2. μανδύας τών Ισπανών
3. στρατιωτικός μανδύας
4. πιθ. μάλλινο κλινοσκέπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sagum «είδος μανδύα», λ. πιθ. κελτικής προέλευσης].
Greek Monotonic
σάγος: [ᾰ], ὁ, χοντρός στρατιωτικός μανδύας, πανωφόρι, επενδύτης που φορούσαν οι Γαλάτες, σε Πολύβ. (πιθ. Γαλατική λέξη).