σαγηνευτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />αυτός που αλιεύει με το [[δίχτυ]] [[σαγήνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαγηνεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυρσευ</i>-<i>τήρ</i>, <i>ταριχευ</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />αυτός που αλιεύει με το [[δίχτυ]] [[σαγήνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαγηνεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυρσευ</i>-<i>τήρ</i>, <i>ταριχευ</i>-<i>τήρ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σᾰγηνευτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που ψαρεύει με δίχτυα, [[ψαράς]], αλιέας· λέγεται επίσης για το [[χτένι]], για τη [[τσατσάρα]], [[τριχῶν]] [[σαγηνευτήρ]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰγηνευτήρ Medium diacritics: σαγηνευτήρ Low diacritics: σαγηνευτήρ Capitals: ΣΑΓΗΝΕΥΤΗΡ
Transliteration A: sagēneutḗr Transliteration B: sagēneutēr Transliteration C: sagineftir Beta Code: saghneuth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one who fishes with the σαγήνη: hence, of a comb, πλατὺς τριχῶν σ. AP6.211 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 857] ῆρος, ὁ, = Folgdm; Leon. Tar. 5 (VI, 211) nennt den Kamm τὸν πλατὺν τριχῶν σαγηνευτῆρα.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰγηνευτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἁλιεύων διὰ σαγήνης· ἐνυεῦθεν ἐπὶ τοῦ κτενίου, πλατὺς τριχῶν σαγ. Ἀνθ. Π. 6, 211.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
c. σαγηνεύς.
Étymologie: σαγηνεύω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που αλιεύει με το δίχτυ σαγήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγηνεύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. πυρσευ-τήρ, ταριχευ-τήρ)].

Greek Monotonic

σᾰγηνευτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που ψαρεύει με δίχτυα, ψαράς, αλιέας· λέγεται επίσης για το χτένι, για τη τσατσάρα, τριχῶν σαγηνευτήρ, σε Ανθ.