ῥιψοκίνδυνος: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ῥιψοκίνδυνος]] -ον ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, [[παράτολμος]] (α. «[[ῥιψοκίνδυνος]]<br />[[παράβολος]], [[τολμηρός]], [[ἐπικίνδυνος]]», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που περικλείει κινδύνους, που δείχνει [[περιφρόνηση]] του κινδύνου (α. «ριψοκίνδυνη [[ενέργεια]]» β. «[[ῥιψοκίνδυνος]] [[ναυτιλία]]», Αλκίφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ριψοκίνδυνο</i> και <i>τὸ ριψοκίνδυνον</i><br />η [[περιφρόνηση]] του κινδύνου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ριψοκίνδυνα</i> / <i>ῥιψοκινδύνως</i>, ΝΜΑ<br />με ριψοκίνδυνο τρόπο, περιφρονώντας τον κίνδυνο, παράτολμα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />βιαστικά, απρόσεκτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (με θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>-) <span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[κίνδυνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-[[κίνδυνος]], <i>φιλο</i>-[[κίνδυνος]])].
|mltxt=-η, -ο / [[ῥιψοκίνδυνος]] -ον ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, [[παράτολμος]] (α. «[[ῥιψοκίνδυνος]]<br />[[παράβολος]], [[τολμηρός]], [[ἐπικίνδυνος]]», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που περικλείει κινδύνους, που δείχνει [[περιφρόνηση]] του κινδύνου (α. «ριψοκίνδυνη [[ενέργεια]]» β. «[[ῥιψοκίνδυνος]] [[ναυτιλία]]», Αλκίφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ριψοκίνδυνο</i> και <i>τὸ ριψοκίνδυνον</i><br />η [[περιφρόνηση]] του κινδύνου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ριψοκίνδυνα</i> / <i>ῥιψοκινδύνως</i>, ΝΜΑ<br />με ριψοκίνδυνο τρόπο, περιφρονώντας τον κίνδυνο, παράτολμα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />βιαστικά, απρόσεκτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (με θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>-) <span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[κίνδυνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-[[κίνδυνος]], <i>φιλο</i>-[[κίνδυνος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥιψοκίνδῡνος:''' -ον, αυτός που ρίχνεται σε περιττούς, σε μη αναγκαίους κινδύνους, [[απερίσκεπτος]], παρακινδυνευμένος, [[παράτολμος]], [[αλόγιστος]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιψοκίνδῡνος Medium diacritics: ῥιψοκίνδυνος Low diacritics: ριψοκίνδυνος Capitals: ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΟΣ
Transliteration A: rhipsokíndynos Transliteration B: rhipsokindynos Transliteration C: ripsokindynos Beta Code: r(iyoki/ndunos

English (LSJ)

ον,

   A fool-hardy, reckless, ἔργον X.Mem.1.3.9; ναυτιλία Alciphr.1.3; of persons, Id.3.52, Poll.1.179; τὸ ῥ. Ph.1.326, App.BC5.84. Adv. -νως ib.1.103, POxy.2131.16 (iii A.D., ῥειψ-).

German (Pape)

[Seite 846] sich in Gefahr stürzend, tollkühn, wagehalsig, ein vom Würfelspiel entlehnter Ausdruck; Xen. Mem. 1, 3, 9; Alciphr. 3, 52 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιψοκίνδῡνος: -ον, ὁ ἄνευ ἀνάγκης διακινδυνῶν, παράτολμος, ἀπερίσκεπτος, ἐπικίνδυνος, ἔργον Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· ναυτιλία Ἀλκίφρ. 1. 3· ἐπὶ προσώπων, vir projectae audaciae, ἢν ῥιψοκίνδυνος ᾖ Ἀλκίφρ. 3. 52, Πολυδ. Α΄ , 179· τὸ ῥ. Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 84· - πρβλ. ἀναρρίπτω ΙΙ. - Ἐπίρρ. -νως, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 103. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥιψοκίνδυνος· παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se jette au milieu du danger, aventureux, téméraire.
Étymologie: ῥίπτω, κίνδυνος.

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥιψοκίνδυνος -ον ΝΜΑ
1. αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, παράτολμος (α. «ῥιψοκίνδυνος
παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος», Ησύχ.
β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», Ξεν.)
2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που περικλείει κινδύνους, που δείχνει περιφρόνηση του κινδύνου (α. «ριψοκίνδυνη ενέργεια» β. «ῥιψοκίνδυνος ναυτιλία», Αλκίφρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το ριψοκίνδυνο και τὸ ριψοκίνδυνον
η περιφρόνηση του κινδύνου.
επίρρ...
ριψοκίνδυνα / ῥιψοκινδύνως, ΝΜΑ
με ριψοκίνδυνο τρόπο, περιφρονώντας τον κίνδυνο, παράτολμα
μσν.-αρχ.
βιαστικά, απρόσεκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (με θεματικό φωνήεν -ο-) < ῥίπτω + κίνδυνος (πρβλ. μεγαλο-κίνδυνος, φιλο-κίνδυνος)].

Greek Monotonic

ῥιψοκίνδῡνος: -ον, αυτός που ρίχνεται σε περιττούς, σε μη αναγκαίους κινδύνους, απερίσκεπτος, παρακινδυνευμένος, παράτολμος, αλόγιστος, σε Ξεν.