πυρίσπαρτος: Difference between revisions

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που σπέρνει [[φωτιά]], που εκπέμπει φλόγες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[σπαρτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σπείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αλί</i>-<i>σπαρτος</i>, <i>σιδηρό</i>-<i>σπαρτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που σπέρνει [[φωτιά]], που εκπέμπει φλόγες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[σπαρτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σπείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αλί</i>-<i>σπαρτος</i>, <i>σιδηρό</i>-<i>σπαρτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῠρίσπαρτος:''' -ον ([[σπείρω]]), σπαρμένος με [[φωτιά]], φλεγόμενος, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίσπαρτος Medium diacritics: πυρίσπαρτος Low diacritics: πυρίσπαρτος Capitals: ΠΥΡΙΣΠΑΡΤΟΣ
Transliteration A: pyríspartos Transliteration B: pyrispartos Transliteration C: pyrispartos Beta Code: puri/spartos

English (LSJ)

ον,

   A sowing fire, inflaming, δῆγμα APl.4.208 (Gabriel.).

German (Pape)

[Seite 823] Feuer säend, δῆγμα, Gabriel. ep. (Plan. 208).

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίσπαρτος: -ον, ὁ πυρὶ ἐσπαρμένος, ἢ ὁ σπείρων πῦρ, φλογίζων, δῆγμα Ἀνθ. Π. 208.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semé de feu, càd ardent.
Étymologie: πῦρ, σπείρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που σπέρνει φωτιά, που εκπέμπει φλόγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. αλί-σπαρτος, σιδηρό-σπαρτος].

Greek Monotonic

πῠρίσπαρτος: -ον (σπείρω), σπαρμένος με φωτιά, φλεγόμενος, σε Ανθ.