σκοταῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και σκοτιαῑος, -αία, -ον, θηλ. και -ος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο [[σκοτάδι]] (α. «ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῑν τὸ [[πεδίον]]», <b>Ξεν.</b><br />β. «ἐνέδρας δὲ δεδιὼς σκοταίους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται στη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[πριν]] από το [[πρωί]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[μετά]] τη [[δύση]] του ηλίου και στην [[αρχή]] της νύχτας («ὁ Κῡρος ἤδη σκοταῑος ἀναγαγών», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (για πράγματα) [[σκοτεινός]], [[μαύρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκότος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>ι</i>)<i>αῖος</i> [[κατά]] το [[κνεφαῖος]].
|mltxt=και σκοτιαῑος, -αία, -ον, θηλ. και -ος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο [[σκοτάδι]] (α. «ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῑν τὸ [[πεδίον]]», <b>Ξεν.</b><br />β. «ἐνέδρας δὲ δεδιὼς σκοταίους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται στη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[πριν]] από το [[πρωί]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[μετά]] τη [[δύση]] του ηλίου και στην [[αρχή]] της νύχτας («ὁ Κῡρος ἤδη σκοταῑος ἀναγαγών», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (για πράγματα) [[σκοτεινός]], [[μαύρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκότος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>ι</i>)<i>αῖος</i> [[κατά]] το [[κνεφαῖος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκοταῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[σκότος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στο [[σκοτάδι]], δηλ. [[πριν]] την [[αυγή]] και [[μετά]] την [[εσπέρα]], [[σκοτεινός]], βυθισμένος στο [[σκοτάδι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[σκούρος]], [[σκοτεινός]], σκοτεινιασμένος, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοταῖος Medium diacritics: σκοταῖος Low diacritics: σκοταίος Capitals: ΣΚΟΤΑΙΟΣ
Transliteration A: skotaîos Transliteration B: skotaios Transliteration C: skotaios Beta Code: skotai=os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον D.S.3.48, Plu.Fab.7:—

   A in the dark, joined with a Verb, of persons,    1 before morning, ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῖν τὸ πεδίον X.An.4.1.5, cf. 10; ἔτι σ. παρῆλθεν Id.HG4.5.18; or,    2 after nightfall, ἤδη σ. ἀναγαγών Id.Cyr.7.1.45; σκοταῖοι προσιόντες Id.An.2.2.17: cf. κνεφαῖος.    II of things, dark, χωρίον Hp.Mul.1.11; νύξ D.S.l.c.; ἐνέδραι in the dark, Plu. l.c.

German (Pape)

[Seite 905] finster, dunkel; σκοταῖος ἦλθε, er kam mit einbrechender Finsterniß, Xen. Cyr. 7, 1, 45 An. 2, 2, 17, wo Krüger zu vergleichen; Sp., wie Plut. Ages. 22.

Greek (Liddell-Scott)

σκοταῖος: -α, -ον, καὶ παρὰ Διοδ. καὶ Πλουτ. ος, ον· (σκότος)· - ὁ ἐν σκότει ὢν ἢ γινόμενος· συνάπτεται μετὰ ῥήματος, ἐπὶ προσώπων, 1) ὁ πρὸ τῆς πρωΐας, ἔτι ἐν τῷ σκότει τῆς νυκτός, ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῖν τὸ πεδίον Ξεν. Ἀν. 4. 1, 5, πρβλ. 10· ἔτι σκ. παρῆλθεν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 5, 18· ἢ, 2) ὁ μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς νυκτός, ὑπὸ τὸ σκότος τῆς νυκτός, ἤδη σκ. ἀναγαγὼν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 1, 45· σκοταῖοι προσιόντες ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 2. 2, 17· πρβλ. κνεφαῖος. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμαυρός, σκοτεινός, νὺξ Διόδ. 3. 48· ἐνέδραι Πλουτ. Φάβ. 7, Ἡσύχ. - Πρβλ. σκοτιαῖος.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 ténébreux, obscur;
2 avec un n. de pers. qui fait qch dans l’obscurité : σκοταῖος παρῆλθεν XÉN il arriva à la nuit.
Étymologie: σκότος.

Greek Monolingual

και σκοτιαῑος, -αία, -ον, θηλ. και -ος, Α
1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο σκοτάδι (α. «ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῑν τὸ πεδίον», Ξεν.
β. «ἐνέδρας δὲ δεδιὼς σκοταίους», Πλούτ.)
2. αυτός που γίνεται στη διάρκεια της νύχτας, πριν από το πρωί
3. αυτός που γίνεται μετά τη δύση του ηλίου και στην αρχή της νύχτας («ὁ Κῡρος ἤδη σκοταῑος ἀναγαγών», Ξεν.)
4. (για πράγματα) σκοτεινός, μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + κατάλ. -(ι)αῖος κατά το κνεφαῖος.

Greek Monotonic

σκοταῖος: -α, -ον και -ος, -ον (σκότος),
I. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στο σκοτάδι, δηλ. πριν την αυγή και μετά την εσπέρα, σκοτεινός, βυθισμένος στο σκοτάδι, σε Ξεν.
II. λέγεται για πράγματα, σκούρος, σκοτεινός, σκοτεινιασμένος, σε Πλούτ.